Τα είδη του ἄν
α) Δυνητικό
β) Αοριστολογικό
γ) Υποθετικό
δ) Ερωτηματικό
- Βρίσκεται συνήθως κοντά ή δίπλα στο ρήμα με το οποίο συντάσσεται.
- Δέχεται άρνηση οὐκ.
- Μεταφράζεται με θα + παρατατικό (ή υπερσυντέλικο) ή «θα μπορούσα να» + το ρήμα.
- Συντάσσεται με:
- Oριστική ιστορικού χρόνου (π.χ.: Ἄριστα μὲν οὖν αὐτὸς ἂν ὑπὲρ αὑτοῦ ἀπελογεῖτο)
- Eυκτική κάθε χρόνου, εκτός του μέλλοντα (π.χ.: Καὶ τὰ μὲν ἄλλα μακρότερος ἂν εἴη λόγος περὶ τοῦ δείπνου)
- Aπαρέμφατο κάθε χρόνου, εκτός του μέλλοντα (π.χ.: Ἡγήσατο τἀληθῆ κατειπὼν διὰ τοῦτο σωθῆναι ἄν)
- Mετοχή, εκτός της τελικής (π.χ.: Τὰ μὲν ἄλλα σιωπῶ, πόλλ’ ἂν ἔχων εἰπεῖν)
β) Αοριστολογικό
- Είναι πάντα η δεύτερη λέξη της πρότασης.
- Συντάσσεται με υποτακτική.
- Δέχεται άρνηση μή.
- Δεν μεταφράζεται ή αποδίδεται με: «τυχόν», «ίσως»
- Στις χρονικές υποθετικές προτάσεις που εισάγονται με τους χρονικούς υποθετικούς συνδέσμους ὅταν, ὁπόταν, ἐπὰν και ἐπειδὰν το ἂν είναι ενωμένο σε μία λέξη με τους χρονικούς συνδέσμους ὅτε, ὁπότε, ἐπεί, ἐπειδή (π.χ.: Τοῦτ’ ἐξήτασεν, ὅπως ἂν ἡ πρᾶξις γένηται)
γ) Υποθετικό
- Είναι πάντα η πρώτη λέξη της πρότασης (εισάγει υποθετικές ή εναντιωματικές προτάσεις).
- Συντάσσεται με υποτακτική.
- Δέχεται άρνηση μή.
- Μεταφράζεται με το αν, εάν. (π.χ.: Μή μοι ἄχθεσθε, ἂν ὑμᾶς πολλάκις ταὐτὰ διδάξω)
δ) Ερωτηματικό
- Εισάγει δευτερεύουσες πλάγιες ερωτηματικές προτάσεις ολικής άγνοιας οι οποίες εκφέρονται με υποτακτική (π.χ.: Σκέψασθε ἂν ἀρέσκῃ τὸ λεχθέν)
Τα είδη του ὠς
1. Εισάγει ως υποτακτικός σύνδεσμος δευτερεύουσες προτάσεις (ειδικές, πλάγιες ερωτηματικές, αιτιολογικές, χρονικές, τελικές, συμπερασματικές, αναφορικές παραβολικές):
2. Τίθεται στην αρχή κύριων προτάσεων κρίσης, ως αιτιολογικός παρατακτικός σύνδεσμος, ή επιφωνηματικών προτάσεων, ως εμφαντικό επιφώνημα:
3. Συνάπτεται με:
4. Τονισμένο (ὣς) αποτελεί δεικτικό επίρρημα και μεταφράζεται «έτσι»:
- Λέγει γὰρ ὡς οὐδέν ἐστιν ἀδικώτερον φήμης. [ειδική]
- Καὶ τότε μὲν ἐδείπνησαν ὡς ἐδύναντο. [αναφορική παραβολική]
2. Τίθεται στην αρχή κύριων προτάσεων κρίσης, ως αιτιολογικός παρατακτικός σύνδεσμος, ή επιφωνηματικών προτάσεων, ως εμφαντικό επιφώνημα:
- Δέομαι οὖν σου παραμεῖναι ἡμῖν· ὡς ἐγὼ οὐδ’ ἂν ἑνὸς ἥδιον ἀκούσαιμι ἢ σοῦ τε καὶ Πρωταγόρου διαλεγομένων. (διότι εγώ)
- Ὡς ὑπερδέδοικά σου. (Πόσο πολύ φοβάμαι για σένα!)
3. Συνάπτεται με:
- Αιτιολογική ή τελική μετοχή (π.χ.: Ἕτεροι δ’ αἰτοῦσι δωρεὰς ὡς σωτῆρες τῆς πόλεως ὄντες. [αιτιολογική])
- Απόλυτο απαρέμφατο (π.χ.: Τοιαῦτ’ ἦν ἃ ἔλεγε παρόντων τῶν πρέσβεων ὡς ἔπος εἰπεῖν ἐξ ἁπάσης τῆς Ἑλλάδος)
- Κατηγορούμενο του αντικειμένου (π.χ.: Ἐμὲ δ’ οὐχ ὡς πρεσβευτὴν κρίνουσιν, ἀλλ’ ὡς ἐγγυητὴν Φιλίππου καὶ τῆς εἰρήνης)
- Προσδιορισμό του σκοπού (π.χ.: Ἐπὶ τῷ λιμένι παρετάξαντο ὡς εἰς ναυμαχίαν)
- Αριθμητικό ή αιτιατική προσώπου ως καταχρηστική πρόθεση, σχηματίζοντας εμπρόθετο προσδιορισμό που δηλώνει ποσό κατά προσέγγιση ή κατεύθυνση σε πρόσωπο αντίστοιχα [π.χ.: Ἀσπίδας ἔλαβον ὡς διακοσίας. (περίπου διακόσιες)]
- Επίθετο ή επίρρημα θετικού ή υπερθετικού βαθμού ως επιτατικό μόριο με τη σημασία του «όσο γίνεται», «όσο το δυνατόν» (π.χ.: Σκέψασθε δὴ ὡς καλῶς, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι)
4. Τονισμένο (ὣς) αποτελεί δεικτικό επίρρημα και μεταφράζεται «έτσι»:
- Ὥσπερ οἱ γραμματισταὶ τοῖς μήπω δεινοῖς γράφειν τῶν παίδων ὑπογράψαντες γραμμὰς τῇ γραφίδι οὕτω τὸ γραμματεῖον διδόασιν καὶ ἀναγκάζουσι γράφειν κατὰ τὴν ὑφήγησιν τῶν γραμμῶν, ὣς δὲ καὶ ἡ πόλις νόμους ὑπογράψασα κατὰ τούτους ἀναγκάζει καὶ ἄρχειν καὶ ἄρχεσθαι. (Όπως ακριβώς... έτσι και...)
ἤ - ἦ - ᾖ - ἡ - ἥ - ᾗ
ἤ
ἦ
ἡ
ἥ
ᾖ
ᾗ
- Διαζευκτικός σύνδεσμος
- Μεταφράζεται: ή, είτε.
- π.χ.: ἐκέλευσε πιεῖν τὸν παῖδα τὸ φάρμακον ἢ ἠνάγκασεν ἢ ἔδωκεν.
- Συγκριτικός σύνδεσμος
- Έπειτα από επίθετα σε θετικό βαθμό που ενέχουν σύγκριση, όπως τα: ἄλλος, ἕτερος, ἀλλοῖος, διπλάσιος, ἐναντίος, ἴδιος, πολλαπλάσιος, και έπειτα από τα επιρρ. πρίν, πρόσθεν·
- Μεταφράζεται: παρά.
- π.χ.: Πολλά θαυμάσια ἔχει Αἴγυπτος ἢ ἄλλη πᾶσα χώρα.
- (σπάνια) Επιφώνημα
- Στόχο έχει να επισύρει την προσοχή κάποιου σε κάτι·
- π.χ.: ἤ, ἤ, σιώπα!
ἦ
- Βεβαιωτικό επίρρημα
- Για να επιβεβαιώσει έναν ισχυρισμό.
- Μεταφράζετα: αληθινά, βεβαίως, με ασφάλεια, πράγματι.
- Συχνά συνοδεύετι άλλα μόρια, όπως: ἦ ἄρα, ἦ δή, ἦ δή που, ἦ μάλα, ἦ που, ἦ μήν, ἦ μέν, ἦ μάν.
- π.χ.: σύ μοι ὄμοσσον, ἦ μέν μοι πρόφρων ἔπεσιν καὶ χερσὶν ἀρήξειν.
- Ερωτηματικό επίρρημα
- Σε ερωτηματικές προτάσεις.
- Μεταφράζεται: παρακαλώ; δεν είναι έτσι;
- Συχνά προστίθενται σε αυτό τα μόρια· ἦ, ἦ ἄρ, ἦ ῥα, ἦ ἄρα δή, κ.λπ.
- Αντί του ἔφη, γʹ ενικ. παρατ. ή αορ. βʹ του ἠμί. Μετάφραση: είπε.
- Α´ ενικό πρόσωπο παρατατικού οριστικής του εἰμί. Μετάφραση: ήμουν.
ἡ
- Θηλυκό του άρθρου ὁ, ἡ, τὸ.
ἥ
- Ονομ. ενικ. στο θηλυκό της αναφορικής αντωνυμίας ὅς, ἥ, ὅ (ο οποίος, η οποία, το οποίο).
- Μετάφραση: η οποία, που.
ᾖ
- Γʹ ενικ. υποτ. Ενεργ. ενεστ. του εἰμί.
- Μετάφραση: να είσαι, ας είσαι.
ᾗ
- Δοτ. ενικ. στο θηλυκό της κτητικής αντωνυμίας ὅς, ἥ, ὅν (δικός του, δική του, δικό του).
- Μετάφραση: στη (από, για, προς κτλ) δική του.
- Δοτ. ενικ. στο θηλυκό της αναφορικής αντωνυμίας ὅς, ἥ, ὅ (ο οποίος, η οποία, το οποίο).
- Μετάφραση: στην (από, για, προς κτλ) οποία.