Βιβλίο 3. Κεφάλαιο 74.
Ομόρριζα
- Διαλιπούσης [< διά + λείπω] → λείψανο, λοιπόν, διάλειμμα, έλλειμμα, έλλειψη, κατάλοιπο, ελλιπής, λειψυδρία, λιποθυμία, λιποτάκτης, λιπόσαρκος, παραλείπω, έκλειψη, υπόλοιπο.
- γίγνεται [< γίγνομαι] → γένος, γενιά, γένεση, γεγονός, γόνος, γονιός, γενετική, γενέθλια, γενικεύω, αγενής, οικογένεια, άγονος, οξυγόνο, (εξω-, ιθα-, ενδο-, ετερο-, ομο-)γενής, γενικά.
- νικᾷ [< νικῶ] → νικητής, ολυμπιονίκης, νικηφόρος, φιλονικία.
- δῆμος [< δαίω] → δήμος, δημότης, δημεύω, απόδημος, επιδημία, δημαγωγία, δήμαρχος, δημοκρατία, δημιουργώ, δημιουργία, δημοσκόπηση.
- χωρίων [< χώρα]→ χώρος, χωρίζω, χωράφι, χωριάτης, χωρατό, (ανα-, εκ-, παρα-, κατά-, προ-, συν-)χωρώ, στεναχώρια, χωροφύλακας, ενδοχώρα.
- ἰσχύι [< ἰσχύς]→ ισχυρός, ισχυρίζομαι, ενίσχυση, κατισχύω, ισχυρογνώμων, ισχυροποιώ
- πλήθει [< πίμπλημι] → πληρώνω, πλήρωμα, πλήθος, πληθώρα, πολύς, πολλαπλός, πολλαπλάσιος, πλέον, πλειονότητα, πλημμύρα, πιο, αναπληρώνω, εκπλήρωση, πλειστηριασμός, απληστία, πληρεξούσιος, πλησμονή, έμπλεος.
- προύχων [< προ + ἔχων] → (εξ-, επ-, κατ-, αν-, μετ-, συν-, περι-, προσ-)οχή, πάροχος, αντέχω, εξέχω, σχέση, σχεδόν, σχήμα, εξάρτηση, εξής, διένεξη, μέθεξη, ευεξία, ενοχή, μετοχή.
- τολμηρῶς [< τάλας] → τολμηρός, ταλανίζω, ταλαιπωρία, ατάλαντος, ανατολή, άτολμος, προσανατολισμός, εντολή, ένταλμα.
- ξυνεπελάβοντο [< συν + ἐπί + λαμβάνω] → προσλαμβάνω, πρόσληψη, απολαμβάνω, απολαβή, λαβή, πρόληψη, προληπτικός, δίλημμα, προλαβαίνω.
- βάλλουσαι [< βάλλω] → (ανα-, κατα-, δια-, παρα-, περι-, προς-, επι-, μετα-, εκ-, συν-)βάλλω, συμβολή, εμβόλιο, σύμβολο, άβολος, βολίδα, βέλος, βούληση.
- οἰκιῶν [< οἶκος] → άποικος, ενοίκιο, συνοικία, οικοδομή, οικόπεδο, διοικητής, κατοικώ, νοικοκύρης, οικονομία, οικείος.
- φύσιν [< φύομαι] → φυτό, φυτεύω, φυματίωση, φύτρα, φύση, φυλή, φύλο, φυλετικός, έμφυτος, εμφύλιος, ιδιοφυία, φυτολογία, φυσική, φυσιολογικός.
- ὑπομένουσαι [< ὑπό + μένω] → μόνιμος, μονή, (ανα-, δια-, παρα-, επι-, προς-, εν-)μονή
- γενομένης [< γίγνομαι] → βλ. γίγνομαι
- τροπῆς [< τρέπω] → (μετα-, απο-, εκ- προ-, επι-, ανα-)τρέπω, τρόπος, επιτροπή, ευτράπελος, τρόπαιο, δύστροπος, υποτροπή, ντροπή, ηλιοτρόπιο, αποτρόπαιος, τροπικός, ευτρεπίζω, εκτροπή, επίτροπος.
- δείλην [< δείδω] → δέος, άδεια, άδειος, δεινός, δεινότητα, δειλός, δειλία, επιδείνωση, αδειούχος, θρασύδειλος, δεισιδαίμων.
- δείσαντες [< δείδω] → βλ. δείδω
- αὐτοβοεὶ [< αὐτός + βοή] → βοή, βουητό, βουίζω, διαβόητος, περιβόητος, οχλοβοή, βοήθεια, βοήθημα, βοηθητικός, βοηθώ.
- νεωρίου [< νεωρός < ναῦς + ὁρῶ] → ναυπηγείο, αργοναύτης, νηοπομπή, ναύτης, ναυαγός, ναύαρχος / όραση, ενόραση, ορατός, διορατικός, όψη, κάτοψη, πρόσοψη, ιδέα, είδος, είδωλο, ιδεολογία, εφορία, οπτικός, κάτοπτρο, εποπτεύω, οπή, οφθαλμός.
- κρατήσειεν [< κρατῶ < κράτος] → ακρατής, εγκράτεια, αυτοκρατορία, τιμοκρατία, αριστοκρατία, κράτος, κρατητήριο, κράτηση, κρατίδιο, Σωκράτης.
- ἐπελθὼν [< ἐπί + ἔρχομαι] → (αν-, επ-, δι-, κατ-, προσ-, παρ-, συν-, μετ-)έρχομαι, (παρ-, δι-, συν-, προ-, προσ-)έλευση, προσηλυτίζω, παρελθόν
- διαφθείρειεν [< διά + φθείρω] → φθορά, φθόριο, ψείρα, άφθαρτος, διαφθείρω.
- ἐμπιπρᾶσι [< πίμπρημι] → εμπρησμός, εμπρηστής, πρήζω, πρήξιμο.
- ἀγορᾶς [< ἀγείρω] → αγορά, αγορεύω, αγύρτης, αγοράζω, κατηγορία, συνήγορος, απαρηγόρητος, πανηγυρίζω, πανηγύρι, εξαγοράζω, αναγόρευση, δικηγόρος, συνήγορος, υπαγορεύω, κατηγορούμενο, κατηγορηματικά, αλληγορία.
- ᾖ [< εἰμί] → (παρ-, περι-, απ-, εξ-, αν-, συν-)ουσία, ουσιαστικό, όντως, οντότητα, ον.
- ἔφοδος [< ἐπί + ὁδός] → οδικός, οδεύω, πάροδος, άνοδος, κάθοδος, οδηγία, οδοιπόρος, σοδειά, εφόδιο, έξοδος, παροδικός, μεθοδικός, οδηγώ, οδηγός, καθοδηγητής, οδόστρωμα.
- φειδόμενοι [< φείδομαι] → φειδωλός, αφειδής, φειδώς.
- χρήματα [< χρέος < χρή] → χρέος, χρήσιμος, χρήση, άχρηστος, αποχωρώ, συγχώρεση, χρησμός, χρήμα
- κατεκαύθη [< κατά + καίω] → έγκαυμα, καυτηριάζω, καυστικός, καυσαέριο, πυρκαγιά, καύσωνας, καυστήρας.
- πόλις → πολίτης, πολιτικός, πολιτεία, πολίτευμα, πολιτισμός, απολίτιστος, συμπολίτευση, πολεοδομία, πολιούχος.
- διαφθαρῆναι [< διά + φθείρω] → βλ. φθείρω
- ἐπεγένετο [< ἐπί + γίγνομαι] → βλ. γίγνομαι
- ἐπίφορος [< ἐπί + φέρω] → (δια-, ανα-, περι-, προσ-, κατα-, επι-, συμ-, παρα-, εκ-)φορά, εφορία, φορτίο, φορτικός, κερδοφόρος, νικηφόρος, παράφορος, επαναφέρω, υποφέρω, διένεξη, διηνεκής, οισοφάγος.
- παυσάμενοι [< παύω] → παύση, ανάπαυση, ανάπαυλα, ακατάπαυστος, αναπαυτικός, αναπαύομαι, κατάπαυση, παυσίπονο.
- μάχης [< μάχη < μάχομαι] → μαχητικός, μάχιμος, μαχητής.
- ἡσυχάσαντες [< ἡσυχάζω < ἥσυχος] → ησυχία, ανήσυχος, εφησυχάζω, καθησυχάζω, φιλήσυχος.
- νύκτα [< νύξ] → νύχτα, διανυκτέρευση, νυχτερίδα, ξενυχτώ, νυχτόβιος.
- φυλακῇ [< φυλακή "φρουρά" < φυλάσσω] → φυλακή, φύλαξη, φυλάκιο, φυλαχτό προφυλακτήρας, επιφυλακτικός, χαρτοφύλακας, τερματοφύλακας.
- ἦσαν [< εἰμί] → βλ. εἰμί
- κεκρατηκότος [< κρατῶ < κράτος] → βλ. κράτος
- ὑπεξανήγετο [< ἐπί + ἐκ + ἀνά + ἄγω] → (κατα-, περί-, ανα-, απα-, δια-, προσ-, εισ-, παρα-)αγωγή, ανάγωγος, αγώγιμος, αγωνιστής, αγρότης, αγρός, ψυχαγωγία, αγέλη, άξονας.
- λαθόντες [< λανθάνω] → λάθος, λαθραίος, λήθη, λησμονώ, αληθής, αλάθητος, λήθαργος.
- διεκομίσθησαν [< διά + κομίζω] → κόμιστρο, κάνω, κάμωμα, μετακόμηση, ακαμάτης, γεροκομείο, βρεφοκομείο, δασοκόμος, συγκομιδή.
Ασκήσεις της τράπεζας θεμάτων
§ 16-19
- Διαλιπούσης, γίγνεται, θόρυβον, χρήματα, διαφθαρῆναι: Να γράψετε από μία ομόρριζη λέξη, απλή ή σύνθετη, της αρχαίας ή της νέας ελληνικής γλώσσας για καθεμία από τις παραπάνω λέξεις του κειμένου.
- Να σχηματίσετε από τους παρακάτω ρηματικούς τύπους ένα ομόρριζο ουσιαστικό (απλό ή σύνθετο) της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, χρησιμοποιώντας την κατάληξη που σας δίνεται:
- βάλλουσαι (-μα) →
- διαφθείρειν (-ά) →
- παυσάμενοι (-ις) →
- νικᾷ (-τής) →
- ὑπομένουσαι (-ή) →
- Να σχηματίσετε από τους παρακάτω ρηματικούς τύπους ένα ομόρριζο ουσιαστικό (απλό ή σύνθετο) της αρχαίας ελληνικής, χρησιμοποιώντας την κατάληξη που σας δίνεται:
- διαλιπούσης (-μα) →
- βάλλουσαι (-ή) →
- κρατήσειεν (-ος) →
- διαφθείρειεν (-ά) →
- ἡσυχάσαντες (-ία) →
- Φύσις, θόρυβος, τροπή, ἀγορά, μάχη: Να γράψετε για καθεμία από τις παραπάνω λέξεις του κειμένου ένα ομόρριζο ρήμα της αρχαίας ελληνικής γλώσσας.
- Φυτικός, ανατρεπτικός, αλλοτρίωση, ακίνδυνος, λαθραίος: Να συνδέσετε τις παραπάνω λέξεις της νέας ελληνικής γλώσσας με τις λέξεις του κειμένου με τις οποίες έχουν ετυμολογική συγγένεια.
- Διαλείπω, ξυνεπιλαμβάνομαι, ἐμπίπρημι, κατακαίομαι, ἐπίφορος: Να αναλύσετε τις παραπάνω σύνθετες λέξεις του κειμένου στα συνθετικά τους.
- Να συνδέσετε κάθε λέξη της Α΄ στήλης με τη σημασία της στη Β΄ στήλη (δύο στοιχεία της Β΄ στήλης περισσεύουν):
- Στήλη Α᾽: ὑπεξανάγομαι - συνεπιλαμβάνομαι - ἐμπίπρημι - νεώριον - λανθάνω
- Στήλη Β᾽: ναύσταθμος - οδηγώ - νεαρός - βοηθώ υποστηρίζω - ανοίγομαι με προφυλάξεις στο ανοικτό πέλαγος - πυρπολώ - διαφεύγω την προσοχή
- Να συνδέσετε κάθε λέξη της Α΄ στήλης με την συνώνυμή της στη Β΄ στήλη (δύο λέξεις της Β΄ στήλης περισσεύουν):
- Στήλη Α᾽: αὖθις - ἰσχύς - δέδοικα - ἀλλότριος - κρατῶ
- Στήλη Β᾽: φοβοῦμαι - ξένος - νικῶ - ἀμέσως - ῥώμη - δίδωμι - πάλιν
- Να σχηματίσετε για καθεμία από τις λέξεις της στήλης ένα παράγωγο επίθετο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας με την κατάληξη που δίνεται.
- ἀγορά (-αῖος) →
- δῆμος (-ιος) →
- ἰσχύς (-ρός) →
- ἡμέρα (-ιος) →
- θόρυβος (-ώδης) →
- Ελλιπής, ακαταμάχητος, πληθωρισμός, έγκαυμα, εφόδια: Να συνδέσετε τις παραπάνω λέξεις της νέας ελληνικής γλώσσας με τις λέξεις του κειμένου με τις οποίες έχουν ετυμολογική συγγένεια.
- ὑπομένω, αὐτοβοεί, ἔφοδος, ἔμπορος, ἐπιγίγνομαι: Να αναλύσετε τις παραπάνω σύνθετες λέξεις του κειμένου στα συνθετικά τους.
- Ξυνοικίας, ἐκινδύνευσε, φειδόμενοι, παυσάμενοι, φυλακῇ: Να γράψετε για καθεμία από τις παραπάνω λέξεις του κειμένου από μία ομόρριζη λέξη της αρχαίας ή νέας ελληνικής γλώσσας.
- Χρήματα, μάχη, θόρυβος, κύκλος, τροπή: Με καθεμία από τις παραπάνω λέξεις (οι οποίες είναι οµόρριζες λέξεων του κειμένου) να σχηματίσετε μία πρόταση στη νέα ελληνική γλώσσα.
- Να αντιστοιχίσετε τα οµόρριζα προς τους ρηµατικούς τύπους νικᾷ, διαφθαρῆναι, ἐµπιπρᾶσι, κατεκαύθη, βάλλουσαι ουσιαστικά: νικητής, διαφθορά, ἔμπρησις, καῦμα, βέλος (Α΄ στήλη) µε την κατηγορία στην οποία ανήκουν (Β΄ στήλη). Μία κατηγορία περισσεύει.
- Στήλη Α᾽: νικητής - διαφθορά - ἔμπρησις - βέλος - καῦμα
- Στήλη Β᾽: ενέργεια ή κατάσταση - όργανο ή µέσο ενέργειας - τόπος - αποτέλεσμα ενέργειας - πρόσωπο που ενεργεί
- Να συνδέσετε κάθε λέξη της Α΄ στήλης με την αντώνυμή της στη Β΄ στήλη (δύολέξεις της Β΄ στήλης περισσεύουν):
- Στήλη Α᾽: νικῶ - τολμηρῶς - ὀλίγοι - ἀλλοτρίας - παύομαι
- Στήλη Β᾽: πολλοί - ἰδίας - ἐλάττονες - εὐθαρσῶς - ἡττῶμαι - ἄρχομαι - ἀτόλμως
- Βάλλουσαι: Να γράψετε πέντε λέξεις, απλές ή σύνθετες, της νέας ελληνικής γλώσσας με το θέμα της λέξης που σας δίνεται.
- Να γράψετε από ένα ομόρριζο ουσιαστικό και επίθετο (απλό ή σύνθετο) της αρχαίας ή της νέας ελληνικής γλώσσας για καθεμιά από τις λέξεις της στήλης:
- ἐπίκουρος
- μάχη
- πόλις
- δῆμος
- πλῆθος
- Χρήματα, ἐκινδύνευσε, ἐπίφορος, ἡσυχάσαντες, λαθόντες: Να γράψετε από µία ομόρριζη λέξη, απλή ή σύνθετη, της αρχαίας ή της νέας ελληνικής γλώσσας για καθεμία από τις παραπάνω λέξεις του κειμένου.
- Να σχηματίσετε για καθεμία από τις λέξεις της στήλης ένα παράγωγο επίθετο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας με την κατάληξη που δίνεται.
- κράτος (-αιός) →
- φύσις (-ικός) →
- ἂνεμος (-όεις) →
- δείλη (-ινός) →
- μάχη (-ιμος) →
- Να συνδέσετε κάθε λέξη της Α΄ στήλης με την αντώνυμή της στη Β΄ στήλη (δύολέξεις της Β΄ στήλης περισσεύουν):
- Στήλη Α᾽: νικῶ - τολμηρῶς - ὀλίγοι - ἀλλοτρίας - παύομαι
- Στήλη Β᾽: πολλοί - ἰδίας - ἐλάττονες - εὐθαρσῶς - ἡττῶμαι - ἄρχομαι - ἀτόλμως
- Ξυνοικίας, ἐκινδύνευσε, φειδόμενοι, παυσάμενοι, φυλακῇ: Να γράψετε για καθεμία από τις παραπάνω λέξεις του κειμένου από μία ομόρριζη λέξη της αρχαίας ή νέας ελληνικής γλώσσας.