Βιβλίο 2. Κεφάλαιο 3. Παράγραφοι 50-56.
Ομόρριζα
- εἰπὼν [< λέγω (αόρ.:εἶπον)] → (προ-, δια-, κατα-, επί-, αντί-, ανά-, παρά-)λογος, συλλογή, κατάλογος, εκλογές, υπολογιστής, δυσλεξία, ρήμα, ρήση, ρητός, έπος, επικός.
- ἐπαύσατο [< παύομαι] → παύση, ανάπαυση, ανάπαυλα, ακατάπαυστος, αναπαυτικός, αναπαύομαι, κατάπαυση, παυσίπονο.
- βουλὴ [< βούλομαι] → άβουλος, βουλή, βουλευτής, διαβούλευση.
- ἐγένετο [< γίγνομαι] → γένος, γενιά, γένεση, γεγονός, γόνος, γονιός, γενετική, γενέθλια, γενικεύω, αγενής, οικογένεια, άγονος, οξυγόνο, (εξω-, ιθα-, ενδο-, ετερο-, ομο-)γενής, γενικά.
- γνούς [< γιγνώσκω] → γνώση, επίγνωση, απόγνωση, διάγνωση, αυτογνωσία, γνωστικός, γνώρισμα.
- ἐπιτρέψοι [< ἐπιτρέπω] → ανατρέπω, μετατρέπω, τροπή, εκτροπή, τρόπος, επίτροπος, τροπάριο, τρόπαιο, τροπαιούχος, ξεδιάντροπος, ντροπή.
- ἀναφεύξοιτο [< ἀνά + φεύγω] → φυγή, φυγάς, φευγαλέος, (δια-, κατα-, προσ-, υπεκ-)φεύγω, φυγόμαχος, φυγόποινος, πρόσφυγας, φοροφυγάς.
- βιωτὸν [< ζῶ (αόρ.β᾽: ἐβίων)] → ζωτικός, ζωή, ζώο, ζωγράφος (επι-, δια-, ανα-, συμ-)βίωση, βιολογία, βιομηχανία.
- ἡγησάμενος [< ἡγοῦμαι] → ηγούμενος, ηγεσία, ηγέτης, ηγεμόνας, αφήγημα, διήγημα, εξήγηση, καθηγητής, αρχηγός.
- προσελθὼν [< ἔρχομαι (αόρ.β᾽.:ἦλθον)] → (αν-, επ-, δι-, κατ-, προσ-, παρ-, συν-, μετ-)έρχομαι, (παρ-, δι-, συν-, προ-, προσ-)έλευση, προσηλυτίζω, παρελθόν.
- ἐπιστῆναι [< ἐπί + ἵστημι] → (από-, ανά-, επανά-, αντί- έκ-, σύ-, κατά-, διά-, παρά-)σταση, επιστήμη, προϊστάμενος, στάση, ευσταθής.
- ἔχοντας [< ἔχω] → (εξ-, επ-, κατ-, αν-, μετ-, συν-, περι-, προσ-)οχή, πάροχος, αντέχω, εξέχω, σχέση, σχεδόν, σχήμα, εξάρτηση, εξής, διένεξη, μέθεξη, ευεξία.
- φανερῶς [< φαίνω] → φαινόμενο, φανάρι, φαντασία, φως, φωτίζω, φωτινός, φαεινός, φαιδρός, άφαντος, εξαφάνιση, απόφαση, διαφανής, έμφαση, προφανής, ξέφωτο, διαφωτισμός, ξεφάντωση, αληθοφανής, φάση, φωτοτυπικό, φάντασμα.
- προστάτου [< πρός + τάττω] → (δια-, ανα-, πρό-, κατά-, επί-, αντί-, μετά-)ταξη, τάξη, τακτικός, προσταγή, σύνταξη, υποτακτικός, ένταξη, εντάξει, επιταγή.
- δεῖ [< δέω] → δέον, δεοντολογία, υποδεέστερος, δέομαι, δέηση.
- φίλους [< φιλῶ] → φιλί, φιλώ, φιλικός, φίλτρο, συμφιλίωση, ομοφυλόφιλος, φιλόλογος, (ειρηνο-, νεκρο-, μουσικο-, θεατρο- ξενο-)φιλία, φίλαθλος, φιλελεύθερος, φιλοσοφία, φιλότιμο.
- ἐπιτρέπῃ [< ἐπί + τρέπω] → (μετα-, απο-, εκ- προ-, επι-, ανα-)τρέπω, επιτροπή, ευτράπελος, τρόπαιο, δύστροπος, υποτροπή, ντροπή, ηλιοτρόπιο, αποτρόπαιος, τροπικός, ευτρεπίζω.
- ποιήσω [< ποιέω-ῶ] → ποίημα, ποιητής, ποιητικός, ειδοποιώ, παραποιώ, δραστηριοποίηση.
- φασιν [< φημί] → φωνή, φωνάζω, φήμη, φωνήεν, επιφώνημα, φωνητικός.
- ἀνήσομεν [< ἀνά + ἵημι (μέλλ.:ἥσω)] → άνεση, άφεση, έφεση, σύνεση, κάθετος.
- καινοῖς [< καινός] → ανακαίνιση, εγκαίνια, καινοτομία.
- νόμοις [< νέμω] → νόμος, νόμισμα, (από-, δια-, κατα-)νέμω, υπόνομος, άνομος, αυτονομία, κληρονομιά, οικονομία, νομάρχης, νομοθέτης.
- ὄντων [< εἰμί] → (παρ-, περι-, απ-, εξ-, αν-, συν-)ουσία, ουσιαστικό, όντως, οντότητα, ον.
- ἀποθνῄσκειν [< θνῄσκω] → θνητός, θάνατος, αθανασία, απαθανατίζω, ημιθανής, μελλοθάνατος, θνησιγενής, Θανάσης.
- ψήφου [< ψῆφος] → ψήγμα, ψηφίζω, αψηφώ, υποψήφιος, συμψηφίζω, αψήφιστα, διψήφιος, πλειοψηφία, ψηφίο.
- καταλόγου [< κατά + λέγω] → (προ-, δια-, κατα-, επί-, αντί-, ανά-, παρά-)λογος, συλλογή, κατάλογος, εκλογές, εκλεκτός, νεοσύλλεκτος, υπολογιστής, λογικός, λόγιος, λογογράφος, λογομαχία, λέξη, δυσλεξία, ρήμα, ρήση, ρήτορας, απόρρητος, ρητός, έπος, επικός.
- θανατοῦν [< θνῄσκω] → θνητός, θάνατος, αθανασία, απαθανατίζω, ημιθανής, μελλοθάνατος, θνησιγενής, Θανάσης.
- ἐξαλείφω [< ἐξ + ἀλείφω] → αλοιφή, λίπος, λίπανση, λιπαντικό, απαλοιφή, εξαλείφω.
- συνδοκοῦν [< συν + δοκῶ] → δόξα, δόγμα, δοξασία, αισιοδοξία, άδοξος, δοξολογώ, δοκησίσοφος.
- ἅπασιν [< ἅμα + πᾶς] → σύμπαν, πάντοτε, πάντως, πανάκεια, παμφάγος, πανοπλία, πανουργία, πανώλη, πασιφανής, απανταχού, πανεπιστήμιο.
- ἀκούσας [< ἀκούω] → υπακούω, άκουσμα, ακοή, υπήκοος, ανήκουστος, ακουστικά.
- ἀνεπήδησεν [< ἀνά + πηδῶ<πούς] → πόδι, πηδώ, πήδημα, πέδιλο, πέδηση, πεζός, πεζικό, γήπεδο, τραπέζι, τράπεζα, δάπεδο, αναποδιά, εμπόδιο, επίπεδος, χταπόδι, ποδηγετώ, ποδηλάτης, ισοπεδώνω, ναρκοπέδιο, στρατόπεδο, καλούπι.
- ἑστίαν [< ἑστία] → εστιάζω, εστιατόριο, συνεστίαση.
- ἱκετεύω [< ἱκνῶ] → άφιξη, ικέτης, ικετεύω, ικεσία, εφικτός, ικανός, προίκα.
- ἔγραψαν [< γράφω] → γραφή, γράμμα, συγγράφω, συγγραφέας, γραμματική, αυτόγραφο, ορθογραφία, γραφείο.
- κρίσιν [< κρίσις] → διάκριση, απόκριση, κατάκριση, διακρίνω, κριτικός, διακριτός.
- ἀγνοῶ [< α- στερητ. + γιγνώσκω] → γνωρίζω, γνώση, άγνοια, διάγνωση, επίγνωση, απόγνωση, ανάγνωση, αναγνώστης, ευγνωμοσύνη, γνωστικός, γνωστικός, γνώριμος, γνωριμία, αυτογνωσία, γνώρισμα.
- βωμός [< βαίνω] → κατεβαίνω, ανεβαίνω, ανάβαση, επιβάτης, διαβατήριο, βαδίζω, βάδισμα, αδιάβατος, έκβαση, συγκατάβαση.
- ἐπιδεῖξαι [< δείκνυμι] → δείχνω, δείγμα, δείκτης, δίκη, δικαστήριο, δίκαιο, κατάδικος, αδικία, δικαίωμα, δικηγόρος, (ανα-, από-, επί-, κατά-, υπό-)δειξη, παράδειγμα, δικαιολογία.
- ἀσεβέστατοι [< α- στερητ. + σέβας<σοβῶ] → σοβαρός, σοβαρολογώ, αποσοβώ, σεβασμός, ασεβής, ευσεβής, σεμνός, άσεμνος.
- καλοὶ [< καλός] → καλοσύνη, καλυτερεύω, καλλονή, καλλιστεία, καλησπέρα, καλόγερος, καλολογία, καλλιγραφία, καλλιτέχνης.
- βοηθήσετε [< βοηθῶ < βοηθός <βοῶ] → βοή, βοήθημα, διαβόητος, βουίζω, βοηθός, βοήθεια.
- ὄνομα → ονομάζω, ονομασία, ονομαστός, επώνυμο, συνώνυμο, παρονομαστής, ομώνυμος, ψευδώνυμο.
- ἐκέλευσε [< κελεύω < ὀκέλλω] → κέλευσμα, κελευστής, κλονίζω, κλονισμός, συγκλονίζω.
- ὑπηρέταις [< ὑπό + ἐρέτης] → τριήρης, υπηρέτης, εξυπηρέτηση, υπηρεσία.
- ἡγουμένου [< ἡγοῦμαι] → διηγούμαι διήγηση, προηγούμαι, ηγεμόνας, ηγέτης, ηγούμενος, αφηγούμαι, αφήγηση, εξήγηση, καθηγητής, αρχηγός.
- Παραδίδομεν [< παρά + δίδωμι] → δίνω, (ανά-, παρά-, κατά-, επί-, εκ-, διά-)δοση, προδότης, αιμοδότης, δώρο, μεταδοτικός, ανέκδοτο.
- κατακεκριμένον [< κατά + κρίνω] → πρόκριση, απόκριση, κρίση, διάκριση, έγκριση, υποκριτής, ειλικρινής, ανάκριση.
- λαβόντες [< λαμβάνω] → λαβή, παραλαβή, απολαβή, λήψη, κατάληψη, αντίληψη, λαβίδα, εργολήπτης, εργολάβος, επιληψία, επιληπτικός, θρησκόληπτος.
- ἀπαγαγόντες [< ἀπό + ἄγω] → (κατα-, περί-, ανα-, απα-, δια-, προσ-, εισ-, παρα-)αγωγή, ανάγωγος, αγώγιμος, αγωνιστής, ψυχαγωγία, αγέλη, άξονας.
- δεῖ [< δέω] → δέον, δεοντολογία, υποδεέστερος, δέομαι, δέηση.
- πράττετε [< πράττω] → πράξη, πράγμα, πράκτορας, πρακτικό, πραγματεία, απραξία, έμπρακτος, είσπραξη, διαπράττω, δυσπραγία.
- εἷλκε [< ἕλκω] → έλκυθρο, έλκος, ανελκυστήρας, ελκυστικός, ρυμουλκό.
- εἰκὸς [< ἔοικα (παρκ:εἴκω)] → εικόνα, εικασία, επιεικής, εικάζω, εικονογραφώ, εικονολάτρης, εικαστικά.
- ἐπεκαλεῖτο [< καλῶ] → κλήση, κλητήρας, κάλεσμα, αποκαλώ, επικαλούμαι, παρακαλώ, συγκαλώ, εκκλησία.
- εἶχεν [< ἔχω] → (εξ-, επ-, κατ-, αν-, μετ-, συν-, περι-, προσ-)οχή, πάροχος, αντέχω, εξέχω, σχέση, σχεδόν, σχήμα, εξάρτηση, εξής, διένεξη, μέθεξη, ευεξία.
- ὁρῶσα [< ὁρῶ] → όψη, οπτικός, πρόσοψη, κάτοψη, κάτοπτρο, εποπτεύω, επόπτης, όραση, ενόραση, διορατικός, οπή, οφθαλμός, είδος, είδωλο, ιδέα, ιδεατός, αόρατος, θεόρατος.
- πλῆρες [< πίμπλημι] → πληρώνω, πλήρωμα, πλήθος, πληθώρα, πολύς, πολλαπλός, πολλαπλάσιος, πλέον, πλειονότητα, πλημμύρα, πιο, αναπληρώνω, εκπλήρωση, πλειστηριασμός, απληστία, πληρεξούσιος, πλησμονή, έμπλεος.
- ἀγορᾶς [< ἀγείρω] → αγορά, αγορεύω, αγύρτης, αγοράζω, κατηγορία, συνήγορος, απαρηγόρητος, πανηγυρίζω, πανηγύρι, εξαγοράζω, αναγόρευση, δικηγόρος, συνήγορος, υπαγορεύω, κατηγορούμενο, κατηγορηματικά, αλληγορία.
- δηλοῦντα [< δῆλος] → δήλωση, δηλώνω, έκδηλος, πρόδηλος, άδηλος, διαδήλωση, εκδήλωση.
- ἔπασχε [< πάσχω] → παθαίνω, ευπάθεια, πάθος, πάθημα, πάθηση, πένθος, παθολόγος, συμπαθητικός, παθητικός, σεισμοπαθής.
- ἐπήρετο [< ἐπί + ἐρωτῶ] → ερώτηση, έρευνα, εξερευνώ, αναρωτιέμαι, ερωτηματολόγιο.
- ἔπιε [< πίνω] → καταπίνω, πόση, πρόποση, ποτήρι, πόσιμο, ποταμός, συμπόσιο, ποτίζω, ποτιστήρι.
- λειπόμενον [< λείπω] → λείψανο, λοιπόν, διάλειμμα, έλλειμμα, έλλειψη, κατάλοιπο, ελλιπής, λειψυδρία, λιποθυμία, λιποτάκτης, λιπόσαρκος, παραλείπω, έκλειψη, υπόλοιπο.
- παρεστηκότος [< παρά + ἵστιμι] → (από-, ανά-, επανά-, αντί- έκ-, σύ-, κατά-, διά-, παρά-)σταση, επιστήμη, προϊστάμενος, στάση, ευσταθής.
- κρίνω [< κρίνω] → διακρίνω, συγκρίνω, κρίση, διάκριση, σύγκριση, υποκριτής.
- ψυχῆς [< ψύχω] → ψύχος, ψύξη, ψυγείο, ψυχή, ψυχρότητα, άψυχος, έμψυχος, ομοψυχία, εφτάψυχος, ψυχαγωγία, ψυχανάλυση, ψυχολόγος, αναψυχή.
Ασκήσεις της τράπεζας θεμάτων
§ 50-56
- Να συνδέσετε κάθε λέξη της Α΄ στήλης µε την οµόρριζή της στη Β΄ στήλη. ∆ύο λέξεις της Β΄ στήλης περισσεύουν.
- Στήλη Α᾽: διαψηφίζεσθαι - ἐπαύσατο - ἡγησάµενος - ἐπιστῆναι - ὁρῶν
- Στήλη Β᾽: παύλα - επιστάτης - αόρατος - όριο - κατάληψη - διήγηση - υπερψήφιση
- Προσέρχοµαι, διαλέγοµαι, ἐπιτρέπω, ἀνίηµι, ἐξαλείφω: Να αναλύσετε τις παραπάνω σύνθετες λέξεις στα συνθετικά τους.
- Να σχηματίσετε από τους παρακάτω ρηματικούς τύπους ένα ομόρριζο ουσιαστικό (απλό ή σύνθετο) της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, χρησιμοποιώντας την κατάληξη που σας δίνεται:
- ἐξαλείφω (-ή) →
- ἐπιτρέψειν (-ος) →
- διαψηφίζεσθαι (-μα) →
- ἡγησάμενος (-μών) →
- ὁρῶν (-ις) →
- Προσέρχομαι, διαλέγομαι, ἐφίσταμαι, ἀνίημι, κατάλογος: Να αναλύσετε τις παραπάνω σύνθετες λέξεις στα συνθετικά τους.
- Να συνδέσετε κάθε λέξη-φράση της Α΄ στήλης με τη σημασία της στη Β΄στήλη. Δύο λέξεις της Β΄ στήλης περισσεύουν.
- Στήλη Α᾽: δῆλος - οὐ βιωτόν - δρύφακτα - λυμαίνομαι - ἀνίημι
- Στήλη Β᾽: ανυπόφορο - καταστρέφω - φανερός - δειλός - κιγκλιδώματα - αφήνω - επιδοκιμάζω
- Εἰπών, ἐπιστῆναι, ὁρῶν, καινός, ἐξαλείφω: Να γράψετε από μία ομόρριζη λέξη, απλή ή σύνθετη, της αρχαίας ή της νέας ελληνικής γλώσσας για καθεμιά από τις παραπάνω λέξεις του κειμένου.
- Να συνδέσετε κάθε λέξη της Α΄ στήλης µε τη συνώνυµή της στη Β΄ στήλη. ∆ύο λέξεις της Β΄ στήλης περισσεύουν.
- Στήλη Α᾽: δῆλος - κελεύω - νοµίζω - φηµί - γιγνώσκω
- Στήλη Β᾽: δειλός - φανερός - οἴοµαι - οἶδα - λέγω - προστάττω - αἴρω
- Επιστάτης, απάτη, άνεση, απολυµαίνω, αλοιφή: Να συνδέσετε τις παραπάνω λέξεις µε τις λέξεις του κειµένου µε τις οποίες έχουν ετυµολογική συγγένεια.
- Να συνδέσετε κάθε λέξη της Α΄ στήλης με την αντώνυμή της στη Β΄ στήλη. Δύο λέξεις της Β΄ στήλης περισσεύουν.
- Στήλη Α᾽: εἴσειμι - γιγνώσκω - καινός - εὐμενῶς - δῆλος
- Στήλη Β᾽: παλαιός - δυσμενῶς - ἄδηλος - διέρχομαι - ἀγνοῶ - ἔξειμι - κενός
- ἔχοντας, ἐπιτρέπῃ, ἀποθνῄσκειν, ψήφου, ἔξω: Να γράψετε από μία ομόρριζη λέξη, απλή ή σύνθετη, της αρχαίας ή της νέας ελληνικής γλώσσας για καθεμιά από τις παραπάνω λέξεις του κειμένου.
- ἐπιθορυβήσασα, ἀναφεύξοιτο, ἔχοντας, ἐπιτρέπῃ, ἐξαλείφω: Να γράψετε δύο ομόρριζες λέξεις της αρχαίας ή της νέας ελληνικής γλώσσας, απλές ή σύνθετες, για καθεμιά από τις παραπάνω λέξεις του κειμένου.
- Ψήφισμα, φυγή, λόγος, επιτροπή, λύματα: Να συνδέσετε τις παραπάνω λέξεις με τις λέξεις του κειμένου με τις οποίες έχουν ετυμολογική συγγένεια.
- Δήλη, βιωτόν, φανερῶς, ἐξαπατωμένους, ἄνδρα: Να γράψετε από μία ομόρριζη λέξη, απλή ή σύνθετη, της αρχαίας ή της νέας ελληνικής γλώσσας για καθεμιά από τις παραπάνω λέξεις του κειμένου.
- Να συνδέσετε κάθε λέξη της Α΄ στήλης με τη συνώνυμή τη στη Β΄ στήλη. Δύο λέξεις της Β΄ στήλης περισσεύουν.
- Στήλη Α᾽: δῆλος - γίγνομαι - κελεύω - φημί - λυμαίνομαι
- Στήλη Β᾽: εἰμί - φανερός - καταστρέφω - ἐξαλείφω - φάσκω - προστάττω - γιγνώσκω
- Διάλογος, επιστάτης, όραμα, ανεπίτρεπτος, ανακαίνιση: Να συνδέσετε τις παραπάνω λέξεις με τις λέξεις του κειμένου με τις οποίες έχουν ετυμολογική συγγένεια.
- ἐπαύσατο, ἡγησάμενος, διαλεχθείς, φανερῶς, εἰσελθών: Να γράψετε από μία ομόρριζη λέξη, απλή ή σύνθετη, της αρχαίας ή της νέας ελληνικής γλώσσας για καθεμιά από τις παραπάνω λέξεις του κειμένου.
- Να συνδέσετε κάθε λέξη της Α΄ στήλης με τη συνώνυμή της στη Β΄ στήλη. Δύο λέξεις της Β΄ στήλης περισσεύουν.
- Στήλη Α᾽: δῆλος - γίγνομαι - κελεύω - λέγω - ἄνευ
- Στήλη Β᾽: εἰμί - φανερός - χωρίς - ἄδηλος - φάσκω - προστάττω - ὁμοῦ
- Να σχηματίσετε από τους παρακάτω ρηματικούς τύπους ένα ομόρριζο ουσιαστικό (απλό ή σύνθετο) της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, χρησιμοποιώντας την κατάληξη που σας δίνεται:
- ἐπαύσατο (-ις) →
- ἔχοντας (-μα) →
- ποιήσω (-τής) →
- ὁρῶν (-ις) →
- ἐξαλείφω (-ή) →
- Λογικός, επιστασία, διορατικός, απάτη, απολύμανση: Να συνδέσετε τις παραπάνω λέξεις με τις λέξεις του κειμένου με τις οποίες έχουν ετυμολογική συγγένεια.
- Να συνδέσετε κάθε λέξη της Α΄ στήλης µε την οµόρριζή της στη Β΄ στήλη. ∆ύο λέξεις της Β΄ στήλης περισσεύουν.
- Στήλη Α᾽: διαψηφίζεσθαι - ἐπαύσατο - ἡγησάμενος - ἐπιστῆναι - ὁρῶν
- Στήλη Β᾽: παύλα - επιστάτης - αόρατος - όριο - κατάληψη - διήγηση - υπερψήφιση
- Προσέρχοµαι, διαλέγοµαι, ἐπιτρέπω, ἀνίηµι, ἐξαλείφω: Να αναλύσετε τις παραπάνω σύνθετες λέξεις στα συνθετικά τους.
- Να σχηματίσετε από τους παρακάτω ρηματικούς τύπους ένα ομόρριζο ουσιαστικό (απλό ή σύνθετο) της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, χρησιμοποιώντας την κατάληξη που σας δίνεται:
- ἐξαλείφω (-ή) →
- ἐπιτρέψειν (-ος) →
- διαψηφίζεσθαι (-μα) →
- ἡγησάμενος (-μών) →
- ὁρῶν (-ις) →
- Προσέρχομαι, διαλέγομαι, ἐφίσταμαι, ἀνίημι, κατάλογος: Να αναλύσετε τις παραπάνω σύνθετες λέξεις στα συνθετικά τους.
- Να συνδέσετε κάθε λέξη-φράση της Α΄ στήλης με τη σημασία της στη Β΄στήλη. Δύο λέξεις της Β΄ στήλης περισσεύουν.
- Στήλη Α᾽: δῆλος - οὐ βιωτόν - δρύφακτα - λυμαίνομαι - ἀνίημι
- Στήλη Β᾽: ανυπόφορο - καταστρέφω - φανερός - δειλός - κιγκλιδώματα - αφήνω - επιδοκιμάζω
- Εἰπών, ἐπιστῆναι, ὁρῶν, καινός, ἐξαλείφω: Να γράψετε από μία ομόρριζη λέξη, απλή ή σύνθετη, της αρχαίας ή της νέας ελληνικής γλώσσας για καθεμιά από τις παραπάνω λέξεις του κειμένου.
- Να συνδέσετε κάθε λέξη της Α΄ στήλης µε τη συνώνυµή τη στη Β΄ στήλη. ∆ύο λέξεις της Β΄ στήλης περισσεύουν.
- Στήλη Α᾽: δῆλος - κελεύω - νομίζω - φημί - γιγνώσκω
- Στήλη Β᾽: δειλός - φανερός - οἴομαι - οἶδα - λέγω - προστάττω - αἴρω
- Επιστάτης, απάτη, άνεση, απολυµαίνω, αλοιφή: Να συνδέσετε τις παραπάνω λέξεις µε τις λέξεις του κειµένου µε τις οποίες έχουν ετυµολογική συγγένεια.
- Να συνδέσετε κάθε λέξη της Α΄ στήλης με την αντώνυμή της στη Β΄ στήλη. Δύο λέξεις της Β΄ στήλης περισσεύουν.
- Στήλη Α᾽: εἴσειμι - γιγνώσκω - καινός - εὐμενῶς - δῆλος
- Στήλη Β᾽: παλαιός - δυσμενῶς - ἄδηλος - διέρχομαι - ἀγνοῶ - ἔξειμι - κενός
- ἔχοντας, ἐπιτρέπῃ, ἀποθνῄσκειν, ψήφου, ἔξω: Να γράψετε από μία ομόρριζη λέξη, απλή ή σύνθετη, της αρχαίας ή της νέας ελληνικής γλώσσας για καθεμιά από τις παραπάνω λέξεις του κειμένου.
- ἐπιθορυβήσασα, ἀναφεύξοιτο, ἔχοντας, ἐπιτρέπῃ, ἐξαλείφω: Να γράψετε δύο ομόρριζες λέξεις της αρχαίας ή της νέας ελληνικής γλώσσας, απλές ή σύνθετες, για καθεμιά από τις παραπάνω λέξεις του κειμένου.
- Ψήφισμα, φυγή, λόγος, επιτροπή, λύματα: Να συνδέσετε τις παραπάνω λέξεις με τις λέξεις του κειμένου με τις οποίες έχουν ετυμολογική συγγένεια.
- Δήλη, βιωτόν, φανερῶς, ἐξαπατωμένους, ἄνδρα: Να γράψετε από μία ομόρριζη λέξη, απλή ή σύνθετη, της αρχαίας ή της νέας ελληνικής γλώσσας για καθεμιά από τις παραπάνω λέξεις του κειμένου.
- Να συνδέσετε κάθε λέξη της Α΄ στήλης με τη συνώνυμή της στη Β΄ στήλη. Δύο λέξεις της Β΄ στήλης περισσεύουν.
- Στήλη Α᾽: δῆλος - γίγνομαι - κελεύω - φημί - λυμαίνομαι
- Στήλη Β᾽: εἰμί - φανερός - καταστρέφω - ἐξαλείφω - φάσκω - προστάττω - γιγνώσκω
- Διάλογος, επιστάτης, όραμα, ανεπίτρεπτος, ανακαίνιση: Να συνδέσετε τις λέξεις με τις λέξεις του κειμένου με τις οποίες έχουν ετυμολογική συγγένεια.
- ἐπαύσατο, ἡγησάμενος, διαλεχθείς, φανερῶς, εἰσελθών: Να γράψετε από μία ομόρριζη λέξη, απλή ή σύνθετη, της αρχαίας ή της νέας ελληνικής γλώσσας για καθεμιά από τις παραπάνω λέξεις του κειμένου.
- Να συνδέσετε κάθε λέξη της Α΄ στήλης µε τη σηµασία της στη Β΄ στήλη. ∆ύο στοιχεία της Β΄ στήλης περισσεύουν.
- Στήλη Α᾽: ἔννομος - εὐεξάλειπτος - ἀναιδής - βούλομαι - δεῖ
- Στήλη Β᾽: αναίσχυντος - θέλω - αυτός που σβήνεται εύκολα - πρέπει - αυτός που αλείφεται καλά - σκέπτομαι - σύμφωνος με τον νόμο
- Εἷλκε, ἐπεκαλεῖτο, καθορᾶν, εἶχεν, ἀναγκαζόµενος: Να γράψετε από µία οµόρριζη λέξη, απλή ή σύνθετη, της αρχαίας ή της νέας ελληνικής γλώσσας για καθεµιά από τις παραπάνω λέξεις του κειµένου.
- Καθορῶ, δρύφακτα, ἔµπροσθεν, ἀπάγω, ἀπολείπω : Να αναλύσετε τις λέξεις στα συνθετικά τους.
- Καθορᾶν, ἡσυχίαν, παρῆσαν, ἔπασχε, ἀπολιπεῖν: Να γράψετε από μία ομόρριζη λέξη της αρχαίας ή της νέας ελληνικής γλώσσας, απλή ή σύνθετη, για καθεμιά από τις παραπάνω λέξεις του κειμένου.
- Ελκυστικός, γονέας, πρόσχημα, ευφωνία, παράστημα: Να συνδέσετε τις λέξεις με τις λέξεις του κειμένου με τις οποίες έχουν ετυμολογική συγγένεια.
- Να συνδέσετε τις λέξεις της Α΄ στήλης με τις λέξεις της Β΄ στήλης με τις οποίες έχουν ετυμολογική συγγένεια. Δύο λέξεις της Α΄ στήλης περισσεύουν.
- Στήλη Α᾽: άγημα - πάθος - αγώνας - συμπάθεια - άγχος - απέχθεια - απαθής
- Στήλη Β᾽: ἀπήγαγον - ἔπασχεν
- Καθορῶ, δρύφακτα, ἐγχειρίδιον, ἀπάγω, ἀξιόλογος: Να αναλύσετε τις παραπάνω σύνθετες λέξεις του κειμένου στα συνθετικά τους.
- Αποσιωπητικά, συµπόσιο, αφροσύνη, αξιολόγηση, ανελλιπώς,: Να συνδέσετε τις παραπάνω λέξεις µε τις λέξεις του κειµένου µε τις οποίες έχουν ετυµολογική συγγένεια.
- ἐπεκαλεῖτο, ὁρῶσα, δηλοῦντα, ῥῆµα, λειπόµενον: Να γράψετε από µία οµόρριζη λέξη της αρχαίας ή της νέας ελληνικής γλώσσας, απλή ή σύνθετη, για καθεµιά από τις παραπάνω λέξεις του κειµένου.
- Να σχηματίσετε από τους παρακάτω ρηματικούς τύπους ένα ομόρριζο ουσιαστικό (απλό ή σύνθετο) της αρχαίας ελληνικής, χρησιμοποιώντας την κατάληξη που σας δίνεται:
- λέγεται (-ις) →
- ἔχοντες (-μα) →
- ἀπήγαγον (-ή) →
- κρίνω (-ής) →
- παρῆσαν (-ία) →
- ἐπικαλοῦμαι, δρύφακτα, ἔμπροσθεν, ἐγχειρίδιον, ἀπολείπω: Να αναλύσετε τις λέξεις στα συνθετικά τους.
- Καθορᾶν, ἔπασχε, ἐπήρετο, ἔπιε, λειπόμενον: Να γράψετε μία ομόρριζη λέξη, απλή ή σύνθετη, της αρχαίας ή της νέας ελληνικής γλώσσας για καθεμιά από τις παραπάνω λέξεις του κειμένου.
- ὑπηρέτης, βουλή, φρουρός, ἀγορά, ἀγαστός: Να γράψετε από ένα ρήμα της αρχαίας ελληνικής γλώσσας ομόρριζο για καθεμία από τις παραπάνω λέξεις του κειμένου.
- Ἐλξη, πρόσκληση, προορατικός, ερώτηση, έλλειμμα: Να συνδέσετε τις παραπάνω λέξεις με τις λέξεις του κειμένου με τις οποίες έχουν ετυμολογική συγγένεια.
- εἷλκε, ἐπεκαλεῖτο, καθορᾶν, εἶχεν, ἀναγκαζόμενος: Να γράψετε από μία ομόρριζη λέξη, απλή ή σύνθετη, της αρχαίας ή της νέας ελληνικής γλώσσας για καθεμιά από τις παραπάνω λέξεις του κειμένου.
- Δρύφακτα, ἔμπροσθεν, καθορῶ, ἀπάγω, ἀπολείπω: Να αναλύσετε τις παραπάνω σύνθετες λέξεις στα συνθετικά τους.
- έλκηθρο, προσομοίωση, πρόσθιος, άνανδρος, δήλωση: Να συνδέσετε τις λέξεις με τις λέξεις του κειμένου με τις οποίες έχουν ετυμολογική συγγένεια.
- Να συνδέσετε τις λέξεις της Α΄ στήλης με τις συνώνυμές τους της Β΄ στήλης. Δύο λέξεις της Β΄ στήλης περισσεύουν.
- Στήλη Α῾: ἕλκω - οἰμώζω - ἀγαστός - λέγω - καλός
- Στήλη Β᾽: θαυμαστός - εὔμορφος - ἀπωθῶ - σύρω - φάσκω - μισητός - ὀδύρομαι
- ὑπηρέτης, ἡσυχία, πλήρης, ἀγορά, φρόνιμος: Να γράψετε από ένα ρήμα της αρχαίας ελληνικής γλώσσας ομόρριζο για καθεμία από τις παραπάνω λέξεις του κειμένου.
- Να συνδέσετε κάθε λέξη της Α΄ στήλης με τη σημασία της στη Β΄στήλη. Δύο στοιχεία της Β΄ στήλης περισσεύουν.
- Στήλη Α᾽: εἰκός - οἰμώζω - ἐγχειρίδια - ἀγαστός - ἐπερωτῶ
- Στήλη Β᾽: ρωτώ - απορώ - βιβλία - φυσικό, εύλογο - θαυμαστός - μαχαίρια - κλαίω, θρηνώ
- Να σχηματίσετε από τους παρακάτω ρηματικούς τύπους ένα ομόρριζο ουσιαστικό (απλό ή σύνθετο) της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, χρησιμοποιώντας την κατάληξη που σας δίνεται:
- ἕλκω (-ις) →
- ἐπεκαλεῖτο (-ήρ) →
- ἔπασχε (-ος) →
- ὁρῶσα (-μα) →
- κρίνω (-ής) →
- Γένεση, ποτό, άγνοια, παράσταση, ελλιπής: Να συνδέσετε τις λέξεις με τις λέξεις του κειμένου με τις οποίες έχουν ετυμολογική συγγένεια.
- Καθορᾶν, ἡσυχίαν, παρῆσαν, ἔπασχε, ἀπολιπεῖν: Να γράψετε από μία ομόρριζη λέξη της αρχαίας ή της νέας ελληνικής γλώσσας, απλή ή σύνθετη, για καθεμιά από τις παραπάνω λέξεις του κειμένου.
- Ελκυστικός, γονέας, πρόσχημα, ευφωνία, παράστημα: Να συνδέσετε τις λέξεις με τις λέξεις του κειμένου με τις οποίες έχουν ετυμολογική συγγένεια.
- Ανέστιος, ουσία, επίγραμμα, επικήρυξη, απόδοση: Να συνδέσετε τις παραπάνω λέξεις με τις λέξεις του κειμένου με τις οποίες έχουν ετυμολογική συγγένεια.
- Να σχηματίσετε από τους παρακάτω ρηματικούς τύπους ένα ομόρριζο ουσιαστικό (απλό ή σύνθετο) της αρχαίας ελληνικής, χρησιμοποιώντας την κατάληξη που σας δίνεται:
- ἀνεπήδησεν (-μα) →
- γιγνώσκοντες (-μων) →
- ἱκετεύω (-ία) →
- πράττετε (-ις) →
- ἀπαγαγόντες (-ή) →
- Εύανδρος, γραφή, διάκριση, ανάγνωση, εκδότης: Να συνδέσετε τις λέξεις με τις λέξεις του κειμένου με τις οποίες έχουν ετυμολογική συγγένεια.
- ἀνεπήδησεν, βούληται, κρίσιν, ἐπιδεῖξαι, θαυμάζω: Να γράψετε από μία ομόρριζη λέξη, απλή ή σύνθετη, της αρχαίας ή της νέας ελληνικής γλώσσας για καθεμιά από τις παραπάνω λέξεις του κειμένου.
- Γραφή, γράμμα, γραφεύς, βοηθός, βοήθεια: Να κατατάξετε τις παραπάνω ομόρριζες προς τους επόμενους ρηματικούς τύπους ἔγραψαν και βοηθήσετε λέξεις της αρχαίας ελληνικής γλώσσας στην κατάλληλη στήλη, ανάλογα με το τι σημαίνει η καθεμία: ενέργεια ή κατάσταση / πρόσωπο που ενεργεί / αποτέλεσμα ενέργειας.
- Εἶπεν, ἡγουμένου, παραδίδομεν, κατακεκριμένον, ἀπαγαγόντες: Να γράψετε από μία ομόρριζη λέξη, απλή ή σύνθετη, της αρχαίας ή της νέας ελληνικής γλώσσας για καθεμιά από τις παραπάνω λέξεις του κειμένου.
- Ζωγραφική, κριτήριο, έκδοση, λήμμα, διαγωγή: Να συνδέσετε τις παραπάνω λέξεις με τις λέξεις του κειμένου με τις οποίες έχουν ετυμολογική συγγένεια.
- ἐπιδείκνυμι, ἄδικος, ἀσεβής, ἀπάγω, ἕνδεκα: Να αναλύσετε τις παραπάνω σύνθετες λέξεις του κειμένου στα συνθετικά τους.
- Να συνδέσετε τις λέξεις της Α΄ στήλης με τη λέξεις της Β΄ στήλης με τις οποίες έχουν ετυμολογική συγγένεια. Δύο λέξεις περισσεύουν.
- Στήλη Α᾽: κατάληψη - λαβόντες
- Στήλη Β᾽: ἔγραψαν - μετεγγραφή - προληπτικός - επίγραμμα - διάλειμμα - γρίφος - λήμμα
- Να γράψετε από ένα ομόρριζο ουσιαστικό και επίθετο, απλό ή σύνθετο, της αρχαίας ή της νέας ελληνικής γλώσσας για καθεμιά από τις λέξεις: ἱκετεύω, γιγνώσκω, ἀπάγω, ἡγοῦμαι, θαυμάζω.
- ἱκετεύω, ἐξαλείφω, ἔγραψαν, ἐπιδεῖξαι, νόμον: Να γράψετε από μία ομόρριζη λέξη, απλή ή σύνθετη, της αρχαίας ή της νέας ελληνικής γλώσσας για καθεμιά από τις παραπάνω λέξεις του κειμένου.
- ἀνεπήδησεν, ἐννομώτατα, κατάλογος, ἀσεβέστατοι, ἀδικώτατοι: Να αναλύσετε τις παραπάνω σύνθετες λέξεις του κειμένου στα συνθετικά τους.
- Αλοιφή, παράδειγμα, ευσέβεια, φήμη, άνανδρος: Να συνδέσετε τις παραπάνω λέξεις με τις λέξεις του κειμένου με τις οποίες έχουν ετυμολογική συγγένεια.
- Να συνδέσετε κάθε λέξη της Α΄ στήλης με την αντώνυμή της στη Β΄ στήλη. Δύο λέξεις της Β΄ στήλης περισσεύουν.
- Στήλη Α᾽: ἀγαθός - ἄδικος - ἀσεβής - γιγνώσκω - ἔννομος
- Στήλη Β᾽: ἀγνοῶ - οἶδα - παράνομος - κακός - δίκαιος - νομικός - εὐσεβής
- Να σχηματίσετε από τους παρακάτω ρηματικούς τύπους ένα ομόρριζο ουσιαστικό (απλό ή σύνθετο) της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, χρησιμοποιώντας την κατάληξη που σας δίνεται:
- ἐξαλείφειν (-ή) →
- ἱκετεύω (-ης) →
- ἔγραψαν (-μα) →
- ἐπιδεῖξαι (-ις) →
- βοηθήσετε (-ός) →
- Ανέστιος, επίγραμμα, ουσία, επικήρυξη, απόδοση: Να συνδέσετε τις λέξεις με τις λέξεις του κειμένου με τις οποίες έχουν ετυμολογική συγγένεια.
- ἀνεπήδησεν, βούληται, κρίσιν, ἐπιδεῖξαι, θαυμάζω: Να γράψετε από μία ομόρριζη λέξη, απλή ή σύνθετη, της αρχαίας ή της νέας ελληνικής γλώσσας για καθεμιά από τις παραπάνω λέξεις του κειμένου.
- Γραφή, γράμμα, γραφεύς, βοηθός, βοήθεια: Να κατατάξετε τις παραπάνω ομόρριζες προς τους επόμενους ρηματικούς τύπους ἔγραψαν και βοηθήσετε λέξεις της αρχαίας ελληνικής γλώσσας στην κατάλληλη στήλη, ανάλογα με το τι σημαίνει η καθεμία: ενέργεια ή κατάσταση / πρόσωπο που ενεργεί / αποτέλεσμα ενέργειας.