Να αναγνωρίσετε τη μορφή που έχει ο β' όρος σύγκρισης στις παρακάτω προτάσεις:
- Μᾶλλον αἰροῦνται περὶ τῆς ψυχῆς κινδυνεύειν ἤ παύεσθαι ἀδίκως κερδαίνοντες. → ἤ + ομοιότροπα με τον α᾽ όρο (κινδυνεύειν)
- Νομίζω γὰρ ἔτι ῥᾷον τὴν κατὰ θάλατταν ἤ τὴν κατὰ γῆν ἀρχὴν παραλαβεῖν ἄν. → ἤ + ομοιότροπα με τον α᾽ όρο (τὴν κατὰ θάλατταν)
- Τὶ γὰρ ἄν τούτων ἄνιαρότερον γένοιτο; → γενική συγκριτική
- Οἱ Ἕλληνες τὰς ὕβρεις καὶ τὰς ἀτιμίας φοβερωτέρας τοῦ θανάτου ἡγοῦνται. → γενική συγκριτική
- Ζηλῶ μὲν τοὺς παῖδας αὐτῶν, ὅτι εἰσὶ νεὠτεροι ἤ ὥστε εἰδέναι οἵων πατέρων ἐστέρηνται. → ἤ + ολόκληρη πρόταση
- Μαθημάτων φρόντιζε μᾶλλον χρημάτων. → γενική συγκριτική
- Βουληθέντες χρῆσθαι τούτοις δούλοις μᾶλλον ἤ φίλοις, δίκην ἔδοσαν ὑπ’ αὐτῶν τούτων. → ἤ + ομοιόπτωτα με τον α᾽ όρο (δουλοις)
- Κῦρος νεώτερος Ἀρταξέρξου ἦν. → γενική συγκριτική
- Ἐκείνον πολύ μᾶλλον ἤ ἐμὲ ἐπαινεῖς. → ἤ + ομοιότροπα με τον α᾽ όρο (ἐκείνον)
- Τὸ φυλάξαι τἀγαθά χαλεπώτερον τοῦ κτήσασθαι ἐστιν. → γενική συγκριτική
- Κάλλιον ἐμπεσεῖν εἰς κόρακας ἤ εἰς κόλακας. → ἤ + ομοιότροπα με τον α᾽ όρο (εἰς κόρακας)
- Πολλῶν χρημάτων κρείττων ὁ παρὰ τοῦ πλήθους ἔπαινος. → γενική συγκριτική
- Βούλομαι ὑμᾶς μᾶλλον ἤ ἐμέ ἔχειν τὰ ἐπιτήδεια. → ἤ + ομοιότροπα με τον α᾽ όρο (ὑμᾶς)
- Μητρός τε καὶ πατρός καὶ τῶν ἄλλων προγόνων ἁπάντων τιμιώτερόν ἐστιν ἡ πατρίς. → γενικές συγκριτικές
- Ῥᾷόν ἐστι κλαίειν μετά κλαιόντων ἤ χαίρειν μετά χαιρόντων. → ἤ + ομοιότροπα με τον α᾽ όρο (κλαίειν μετά κλαιόντων)
- Οὗτος ἐστι σοφώτερος ἐμοῦ - Οὗτος ἐστι σοφώτερος ἤ ἐγώ. → γενική συγκριτική - ἤ + ομοιότροπα με τον α᾽ όρο (οὗτος)
- Παρύσατις ἡ μήτηρ ἐφίλει τὸν Κῦρον μᾶλλον τοῦ Ἀρταξέρξου. → γενική συγκριτική
- Κροίσος ἦν πλουσιώτερος ἤ ὁ Κῦρος. → ἤ + ομοιόπτωτα με τον α᾽ όρο (Κροίσος)
- Οἱ ἀθληταὶ γίγνονται κρείττονες τῶν ἰδιωτῶν. → γενική συγκριτική
- Οἱ τύραννοι ἔχουσι κτήματα πλείω ἤ οἱ ἴδιῶται. → ἤ + ομοιόπτωτα με τον α᾽ όρο (οἱ τύραννοι)
- Ὀφθαλμοί πιστότεροι μάρτυρες τῶν ὤτων εἰσί. → γενική συγκριτική
- Ἀναρχίας δέ μεῖζον οὔκ ἐστι κακόν. → γενική συγκριτική
- Λύσανδρός ἐστιν ἐμπειρότερος ἤ ἄλλος τις περὶ τὰ ναυτικά. → ἤ + ομοιόπτωτα με τον α᾽ όρο (Λύσανδρος)