Ο Κάσπαρ Χάουζερ στην έρημη χώρα
Δημήτρης Χατζής
Επισημάνσεις προς τον αναγνώστη
- Με κόκκινο υπογραμμίζονται τα σχήματα λόγου.
- Με μπλε ο ερμηνευτικός σχολιασμός του κειμένου.
- Με πράσινο τα αφηγηματικά στοιχεία.
- Με μωβ οι ενότητες και στα στοιχεία δομής.
- Με πορτοκαλί ο χαρακτηρισμός των προσώπων.
Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα από το τρίτο κεφάλαιο του μυθιστορήματος Το διπλό βιβλίο (1976) του Δημήτρη Χατζή. Το πρόσωπο που αφηγείται είναι ο Κώστας, ένας φτωχός Έλληνας μετανάστης που ζει και εργάζεται ως βιομηχανικός εργάτης στη Γερμανία, στη δεκαετία του 1960. Στο απόσπασμα διηγείται τι κάνει τα βράδια, όταν έχει τελειώσει τη δουλειά του στο εργοστάσιο (το ΑΟΥΤΕΛ, ένα εργοστάσιο που κατασκευάζει λάμπες αυτοκινήτων) και επιστρέφει στο φτωχικό δωμάτιό του, στο σπίτι της Φράου Μπάουμ. Σε κάποια σημεία του αποσπάσματος ο Κώστας απευθύνεται σ' ένα άλλο πρόσωπο˙ το πρόσωπο αυτό είναι ένας συγγραφέας που θέλει να γράψει την ιστορία της ζωής του Κώστα.
-------------Ενότητα 1: Ο δρόμος της επιστροφής από το εργοστάσιο---------------
Για να πάω το πρωί στο εργοστάσιο παίρνω το μετρό, παίρνω και λεωφορείο, αλλιώς δεν προφταίνω. Το βράδυ όμως άμα σκολάσω, πάω με τα πόδια, χειμώνα και καλοκαίρι. Για να φτάσω στο σπίτι πρέπει να περάσω από το κέντρο της πόλης, τη μεγάλη τη λεωφόρο, με τις ρεκλάμες,* τα καταστήματα, τα μπαρ, τις βιτρίνες (ασύνδετο). Τα φώτα της έχουν ανάψει. Κι αν θέλεις να ξέρεις, εγώ πολύ τ' αγαπάω τα φώτα της πόλης. Περισσότερο από τον ήλιο της μέρας. Είναι, λέω κάποτε με το μικρό το μυαλό (μεταφορά) μου, τα νέα μας μάτια (μεταφορά), του δικού μας του κόσμου του σημερινού. Τα ηλεκτρικά τα φώτα τα βλέπουν καλύτερα (προσωποποίηση).
Ο Κώστας (ο αφηγητής μας) μιλάει σε β' ενικό σε ένα άλλο πρόσωπο: έναν συγγραφέα που θέλει να γράψει την ιστορία της ζωής του Κώστα. Με την τεχνική αυτή δίνεται η εντύπωση ότι μιλάει σε εμάς προσωπικά. Το κείμενο αποκτά αμεσότητα και εξομολογητικό ύφος.
Ο αφηγητής αντιπαραβάλλει το τεχνητό φως που βγαίνει από τις ηλεκτρικές λάμπες με το φυσικό φως του ήλιου. Το ηλεκτρικό αυτό φως λειτουργεί έτσι σαν σύμβολο του τεχνικού πολιτισμού έναντι της φύσης. Μέσα από την τεχνική του ανάπτυξη οι άνθρωποι κατόρθωσαν να "τα βλέπουν καλύτερα", ξεπερνώντας τους περιορισμούς της φύσης. Αναντίρρητα, η τεχνική ανάπτυξη του δυτικού κόσμου έχει βελτιώσει σε μεγάλο επίπεδο την ποιότητα ζωής στις χώρες αυτές.
-------------Ενότητα 2: Η βιτρίνα με τις λάμπες---------------
Η λεωφόρος έρχεται (μεταφορά) κάθετα στη Μύλλερ-στράσσε που βρίσκεται το κατάστημα το δικό μας. Περνώντας αποκεί στέκομαι μια στιγμή και κοιτάζω πάλι τη βιτρίνα του - κάθε βράδυ την κοιτάζω. ΑΟΥΤΕΛ απάνω με νέον* και μέσα στη βιτρίνα του όλες οι λάμπες που φκιάχνουμε, μικρές και μεγάλες, αναμμένες γύρω γύρω σαν (παρομοίωση) να 'ναι κανένα χριστουγεννιάτικο δέντρο. Στέκομαι και τις κοιτάζω. Σκέφτομαι πως όλες οι λάμπες αυτές, όλες όσες έρχονται σ' αυτό το κατάστημα, μικρές και μεγάλες, κόκκινες, άσπρες ή πράσινες, (ασύνδετο) έχουν όλες (επανάληψη) περάσει από τις δικές μου τις πλάτες (μεταφορά). Κοιτάζω, λοιπόν, σαν (παρομοίωση) να κοιτάζω, να ψάχνω μέσα τον εαυτό μου (μεταφορά). Κάπου, λέω, πρέπει να βρίσκεται μέσα κι αυτός. Κάνω πάλι λογαριασμούς. Δέκα δεκαπέντε εργοστάσια μας δίνουν τα προϊόντα τους έτοιμα για να γίνει ένα λαμπάκι των δύο κηρίων.* Είμαστε δηλαδή διακόσιες χιλιάδες άνθρωποι. Βάλε και τις πρώτες ύλες - είμαστε όλος ο κόσμος (μεταφορά) μέσα σ' αυτό το λαμπιόνι των δύο κηρίων. Και μας χωράει. Το 'δα σ' ένα φιλμ την περασμένη βδομάδα, που πήγαμε σινεμά με κάτι Ρωμιούς. Μας έδειχναν μια στάλα νερό κι εκατομμύρια μικρόβια μέσα. Στέκομαι, λοιπόν, και γω κάθε βράδυ μπροστά σ' αυτή τη βιτρίνα. Από μέσα το δικό μου το μικροβιάκι (μεταφορά) πρέπει να με βλέπει (προσωποποίηση) κολοσσό σε τεράστια μεγέθυνση. Απέξω βλέπω τον εαυτό μου στην πραγματική του διάσταση μέσα σ' αυτό το μίνι λαμπιόνι.
Ο αφηγητής αντιπαραβάλλει τον εαυτό του με ένα μικρόβιο. Ο απρόσωπος τρόπος ζωής και εργασίας στο εργοστάσιο οδηγούν τον άνθρωπο σε συναισθηματική σμίκρυνση. Χιλιάδες άνθρωποι έχουν εργαστεί για την κατασκευή μιας λάμπας κάνοντας ο καθ' ένας από αυτούς ένα μικρό μέρος της δουλειάς που χρειάζεται. Ο μηχανοποιημένος τρόπος εργασίας στο εργοστάσιο δεν αφήνει περιθώρια στους εργάτες να κάνουν μια δουλειά δημιουργική αλλά τους οδηγεί σε μια αυτοματοποιημένη καθημερινότητα εξισώνοντάς τους με τις μηχανές. Έτσι, μέσα σε αυτή τη λάμπα συσσωρεύονται η αφοσίωση, η εργατικότητα και η κούραση όλων αυτών των ανθρώπων, σαν τελικά να ήταν κάτι τόσο ασήμαντο που μπορεί να χωρέσει μέσα σε ένα λαμπιόνι.
-------------Ενότητα 3: Η βόλτα στη λεωφόρο---------------
Αφήνω το κατάστημα, μπαίνω στη λεωφόρο.
Στην αρχή που πρωτόρθα -τα ίδια με το ΑΟΥΤΕΛ- νόμιζα τότε πως έχει πολλά να χαζέψει κανένας στη λεωφόρο. Περίμενα δηλαδή κάθε βράδυ πως κάτι θα γίνει. Τώρα το ξέρω βέβαια το λάθος μου. Εδώ ποτέ δε γίνεται τίποτα (υπερβολή). Δεν έχει ποτέ φασαρία, καβγάδες, να γίνει αναστάτωση, ταραχή. Σπάνια, σπανιότατα (επανάληψη) κανένα δυστύχημα μόνο. Όλα πάνε με την ίδια τάξη που πήγαν και χτες - σαν (παρομοίωση) να 'ναι κάπου μια αόρατη τροχαία που τα 'χει βάλει στη ρέγουλα*: Τάκα-τάκα στο εργοστάσιο. Τίκι-τίκι, τίκι-τίκι το ρολογάκι στη λεωφόρο. (ακουστική εικόνα)
Τα αυτοκίνητα και οι άνθρωποι κινούνται όπως οι μηχανές: ρυθμικά, συντονισμένα, προβλέψιμα. Οι άνθρωποι στην πόλη αυτοί δεν θυμώνουν, δεν τσακώνονται, δεν αγανακτούν. Ζουν παθητικά σαν κουρτιχμένες μηχανές.
Βάζω τα χέρια μου και τα δυο στις τσέπες του παντελονιού μου, με το σακάκι πίσω ανασηκωμένο -κακή συνήθεια μου λένε και δεν την κόβω- παίρνω (μεταφορά) τη λεωφόρο, την περπατάω, με το κεφάλι σκυμμένο, σαν (παρομοίωση) κάτι να ψάχνω να βρω.
Άνθρωποι, κόσμος πολύς, περνάνε δίπλα μου, πάνε μαζί μου. Και πάω και γω - ο δρόμος μάς πάει (μεταφορά), η λεωφόρος, κάτω απ' τα φώτα της. Τους κοιτάζω. Όλοι τους, λέω, πηγαίνουνε κάπου, έχουνε κάπου να πάνε. Εγώ είμαι εδώ, στη λεωφόρο, στην άσφαλτο, περισσότερο (μεταφορά) απ' όλους. Δε με περιμένει κανένας εμένα, δεν έχω πουθενά που να θέλω να πάω, να γυρίσω κάπου. Σαν (παρομοίωση) να 'ναι το σπίτι μου εδώ, εδώ κι η πατρίδα μου, το κανένα σπίτι μου, η καμιά μου πατρίδα. Λένε στο καφενείο και για τους άλλους - πως ξένοι γινήκαμε όλοι στις μεγάλες αυτές πολιτείες. Αν είναι έτσι, λέω τότες εγώ - εγώ, λοιπόν, πρέπει να 'μαι ο πιο γνήσιος πολίτης της πολιτείας των ξένων (μεταφορά), ο ιθαγενής. Και να φροντίσεις εσύ, κύριε συγγραφέα, να μου βάλουνε κάποτε και μια πλάκα* στο σπίτι της Φράου Μπάουμ, από την πίσω μεριά, της αυλής, πως εδώ κατοίκησε κάποτε ο ξενότερος απ' όλους τους ξένους της πολιτείας των ξένων. (επανάληψη)
Μέσα στην βιομηχανική αυτή πόλη οι άνθρωποι ζουν αποξενωμένοι. Όμως ο αφηγητής είναι διπλά αποξενωμένος: πρώτα γιατί ζει σε μια πόλη όπου οι άνθρωποι ζουν παθητικά χωρίς να συνδέονται και έπειτα γιατί είναι μακριά από την πατρίδα του. Το χωριό στο οποίο μεγάλωσε βρίσκεται στη Μαγνησία. Όμως και εκεί το πατρικό του σπίτι έχει μείνει έρημο αφού οι γονείς του πέθαναν και η αδελφή του έχει φύγει. Έτσι ο Κώστας είναι παντού μόνος.
* ρεκλάμα: φωτεινή διαφήμιση * νέον: (γαλλική λέξη) χημικό στοιχείο της ομάδας των ευγενών αερίων που λειτουργεί ως μέσο φωτισμού * κηρίο: μονάδα μέτρησης της έντασης του ηλεκτρικού φωτός * ρέγουλα: τάξη, ευταξία, μέτρο * πλάκα: επιτύμβια πλάκα, η μαρμάρινη πλάκα που τοποθετείται σε τάφο.
Για να πάω το πρωί στο εργοστάσιο παίρνω το μετρό, παίρνω και λεωφορείο, αλλιώς δεν προφταίνω. Το βράδυ όμως άμα σκολάσω, πάω με τα πόδια, χειμώνα και καλοκαίρι. Για να φτάσω στο σπίτι πρέπει να περάσω από το κέντρο της πόλης, τη μεγάλη τη λεωφόρο, με τις ρεκλάμες,* τα καταστήματα, τα μπαρ, τις βιτρίνες (ασύνδετο). Τα φώτα της έχουν ανάψει. Κι αν θέλεις να ξέρεις, εγώ πολύ τ' αγαπάω τα φώτα της πόλης. Περισσότερο από τον ήλιο της μέρας. Είναι, λέω κάποτε με το μικρό το μυαλό (μεταφορά) μου, τα νέα μας μάτια (μεταφορά), του δικού μας του κόσμου του σημερινού. Τα ηλεκτρικά τα φώτα τα βλέπουν καλύτερα (προσωποποίηση).
Ο Κώστας (ο αφηγητής μας) μιλάει σε β' ενικό σε ένα άλλο πρόσωπο: έναν συγγραφέα που θέλει να γράψει την ιστορία της ζωής του Κώστα. Με την τεχνική αυτή δίνεται η εντύπωση ότι μιλάει σε εμάς προσωπικά. Το κείμενο αποκτά αμεσότητα και εξομολογητικό ύφος.
Ο αφηγητής αντιπαραβάλλει το τεχνητό φως που βγαίνει από τις ηλεκτρικές λάμπες με το φυσικό φως του ήλιου. Το ηλεκτρικό αυτό φως λειτουργεί έτσι σαν σύμβολο του τεχνικού πολιτισμού έναντι της φύσης. Μέσα από την τεχνική του ανάπτυξη οι άνθρωποι κατόρθωσαν να "τα βλέπουν καλύτερα", ξεπερνώντας τους περιορισμούς της φύσης. Αναντίρρητα, η τεχνική ανάπτυξη του δυτικού κόσμου έχει βελτιώσει σε μεγάλο επίπεδο την ποιότητα ζωής στις χώρες αυτές.
-------------Ενότητα 2: Η βιτρίνα με τις λάμπες---------------
Η λεωφόρος έρχεται (μεταφορά) κάθετα στη Μύλλερ-στράσσε που βρίσκεται το κατάστημα το δικό μας. Περνώντας αποκεί στέκομαι μια στιγμή και κοιτάζω πάλι τη βιτρίνα του - κάθε βράδυ την κοιτάζω. ΑΟΥΤΕΛ απάνω με νέον* και μέσα στη βιτρίνα του όλες οι λάμπες που φκιάχνουμε, μικρές και μεγάλες, αναμμένες γύρω γύρω σαν (παρομοίωση) να 'ναι κανένα χριστουγεννιάτικο δέντρο. Στέκομαι και τις κοιτάζω. Σκέφτομαι πως όλες οι λάμπες αυτές, όλες όσες έρχονται σ' αυτό το κατάστημα, μικρές και μεγάλες, κόκκινες, άσπρες ή πράσινες, (ασύνδετο) έχουν όλες (επανάληψη) περάσει από τις δικές μου τις πλάτες (μεταφορά). Κοιτάζω, λοιπόν, σαν (παρομοίωση) να κοιτάζω, να ψάχνω μέσα τον εαυτό μου (μεταφορά). Κάπου, λέω, πρέπει να βρίσκεται μέσα κι αυτός. Κάνω πάλι λογαριασμούς. Δέκα δεκαπέντε εργοστάσια μας δίνουν τα προϊόντα τους έτοιμα για να γίνει ένα λαμπάκι των δύο κηρίων.* Είμαστε δηλαδή διακόσιες χιλιάδες άνθρωποι. Βάλε και τις πρώτες ύλες - είμαστε όλος ο κόσμος (μεταφορά) μέσα σ' αυτό το λαμπιόνι των δύο κηρίων. Και μας χωράει. Το 'δα σ' ένα φιλμ την περασμένη βδομάδα, που πήγαμε σινεμά με κάτι Ρωμιούς. Μας έδειχναν μια στάλα νερό κι εκατομμύρια μικρόβια μέσα. Στέκομαι, λοιπόν, και γω κάθε βράδυ μπροστά σ' αυτή τη βιτρίνα. Από μέσα το δικό μου το μικροβιάκι (μεταφορά) πρέπει να με βλέπει (προσωποποίηση) κολοσσό σε τεράστια μεγέθυνση. Απέξω βλέπω τον εαυτό μου στην πραγματική του διάσταση μέσα σ' αυτό το μίνι λαμπιόνι.
Ο αφηγητής αντιπαραβάλλει τον εαυτό του με ένα μικρόβιο. Ο απρόσωπος τρόπος ζωής και εργασίας στο εργοστάσιο οδηγούν τον άνθρωπο σε συναισθηματική σμίκρυνση. Χιλιάδες άνθρωποι έχουν εργαστεί για την κατασκευή μιας λάμπας κάνοντας ο καθ' ένας από αυτούς ένα μικρό μέρος της δουλειάς που χρειάζεται. Ο μηχανοποιημένος τρόπος εργασίας στο εργοστάσιο δεν αφήνει περιθώρια στους εργάτες να κάνουν μια δουλειά δημιουργική αλλά τους οδηγεί σε μια αυτοματοποιημένη καθημερινότητα εξισώνοντάς τους με τις μηχανές. Έτσι, μέσα σε αυτή τη λάμπα συσσωρεύονται η αφοσίωση, η εργατικότητα και η κούραση όλων αυτών των ανθρώπων, σαν τελικά να ήταν κάτι τόσο ασήμαντο που μπορεί να χωρέσει μέσα σε ένα λαμπιόνι.
-------------Ενότητα 3: Η βόλτα στη λεωφόρο---------------
Αφήνω το κατάστημα, μπαίνω στη λεωφόρο.
Στην αρχή που πρωτόρθα -τα ίδια με το ΑΟΥΤΕΛ- νόμιζα τότε πως έχει πολλά να χαζέψει κανένας στη λεωφόρο. Περίμενα δηλαδή κάθε βράδυ πως κάτι θα γίνει. Τώρα το ξέρω βέβαια το λάθος μου. Εδώ ποτέ δε γίνεται τίποτα (υπερβολή). Δεν έχει ποτέ φασαρία, καβγάδες, να γίνει αναστάτωση, ταραχή. Σπάνια, σπανιότατα (επανάληψη) κανένα δυστύχημα μόνο. Όλα πάνε με την ίδια τάξη που πήγαν και χτες - σαν (παρομοίωση) να 'ναι κάπου μια αόρατη τροχαία που τα 'χει βάλει στη ρέγουλα*: Τάκα-τάκα στο εργοστάσιο. Τίκι-τίκι, τίκι-τίκι το ρολογάκι στη λεωφόρο. (ακουστική εικόνα)
Τα αυτοκίνητα και οι άνθρωποι κινούνται όπως οι μηχανές: ρυθμικά, συντονισμένα, προβλέψιμα. Οι άνθρωποι στην πόλη αυτοί δεν θυμώνουν, δεν τσακώνονται, δεν αγανακτούν. Ζουν παθητικά σαν κουρτιχμένες μηχανές.
Βάζω τα χέρια μου και τα δυο στις τσέπες του παντελονιού μου, με το σακάκι πίσω ανασηκωμένο -κακή συνήθεια μου λένε και δεν την κόβω- παίρνω (μεταφορά) τη λεωφόρο, την περπατάω, με το κεφάλι σκυμμένο, σαν (παρομοίωση) κάτι να ψάχνω να βρω.
Άνθρωποι, κόσμος πολύς, περνάνε δίπλα μου, πάνε μαζί μου. Και πάω και γω - ο δρόμος μάς πάει (μεταφορά), η λεωφόρος, κάτω απ' τα φώτα της. Τους κοιτάζω. Όλοι τους, λέω, πηγαίνουνε κάπου, έχουνε κάπου να πάνε. Εγώ είμαι εδώ, στη λεωφόρο, στην άσφαλτο, περισσότερο (μεταφορά) απ' όλους. Δε με περιμένει κανένας εμένα, δεν έχω πουθενά που να θέλω να πάω, να γυρίσω κάπου. Σαν (παρομοίωση) να 'ναι το σπίτι μου εδώ, εδώ κι η πατρίδα μου, το κανένα σπίτι μου, η καμιά μου πατρίδα. Λένε στο καφενείο και για τους άλλους - πως ξένοι γινήκαμε όλοι στις μεγάλες αυτές πολιτείες. Αν είναι έτσι, λέω τότες εγώ - εγώ, λοιπόν, πρέπει να 'μαι ο πιο γνήσιος πολίτης της πολιτείας των ξένων (μεταφορά), ο ιθαγενής. Και να φροντίσεις εσύ, κύριε συγγραφέα, να μου βάλουνε κάποτε και μια πλάκα* στο σπίτι της Φράου Μπάουμ, από την πίσω μεριά, της αυλής, πως εδώ κατοίκησε κάποτε ο ξενότερος απ' όλους τους ξένους της πολιτείας των ξένων. (επανάληψη)
Μέσα στην βιομηχανική αυτή πόλη οι άνθρωποι ζουν αποξενωμένοι. Όμως ο αφηγητής είναι διπλά αποξενωμένος: πρώτα γιατί ζει σε μια πόλη όπου οι άνθρωποι ζουν παθητικά χωρίς να συνδέονται και έπειτα γιατί είναι μακριά από την πατρίδα του. Το χωριό στο οποίο μεγάλωσε βρίσκεται στη Μαγνησία. Όμως και εκεί το πατρικό του σπίτι έχει μείνει έρημο αφού οι γονείς του πέθαναν και η αδελφή του έχει φύγει. Έτσι ο Κώστας είναι παντού μόνος.
* ρεκλάμα: φωτεινή διαφήμιση * νέον: (γαλλική λέξη) χημικό στοιχείο της ομάδας των ευγενών αερίων που λειτουργεί ως μέσο φωτισμού * κηρίο: μονάδα μέτρησης της έντασης του ηλεκτρικού φωτός * ρέγουλα: τάξη, ευταξία, μέτρο * πλάκα: επιτύμβια πλάκα, η μαρμάρινη πλάκα που τοποθετείται σε τάφο.
Γενικά στοιχεία
- Θέμα: Η ζωή ενός Έλληνα μετανάστη στη Γερμανία - Η αποξένωση των σύγχρονων μεγαλουπόλεων
- Είδος: Μυθιστόρημα
- Ήρωες: Κώστας (αφηγητής)
- Τόπος: Γερμανία
Αφηγηματικές τεχνικές
- Αφηγητής: Ομοδιηγητικός
- Αφήγηση: α' και β' ενικό, γραμμική αφήγηση με μια πρόδρομη αναφορά στη συζήτηση στο καφενείο.
- Αφηγηματικές τεχνικές: διήγηση, περιγραφή, σχόλιο.
- Ύφος: εξομολογητικό
Σχολιασμός του τίτλου
Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί στον τίτλο του κεφαλαίου, μέρος του οποίου είναι και το απόσπασμα αυτό, το όνομα του Κάσπαρ Χάουζερ. Ο ίδιος ο Χατζής γράφει για τον Κάσπαρ Χάουζερ τα εξής:
"Ο Κάσπαρ Χάουζερ ήταν ένα παιδί που βρέθηκε στη Γερμανία, μέσα στο δάσος. Βρέθηκε δεν ήρθε. Και μεγαλωμένο πια, παλικάρι, δεν ήξερε να μιλήσει καθόλου - καμιάν ανθρώπινη γλώσσα. Όχι πως ήταν βουβό - να μιλήσει δεν ήξερε. Φαινότανε δηλαδή πως είχε ζήσει χωρίς τους ανθρώπους, δεν τους ήξερε. Κανένας δεν έμαθε πώς έζησε τόσα χρόνια, πού κρυβόταν, πώς δεν βρήκε ποτέ τους ανθρώπους".
Έτσι, ο ήρωας του μυθιστορήματος παρομοιάζεται έμμεσα με αυτό το παιδί:
"Ο Κάσπαρ Χάουζερ ήταν ένα παιδί που βρέθηκε στη Γερμανία, μέσα στο δάσος. Βρέθηκε δεν ήρθε. Και μεγαλωμένο πια, παλικάρι, δεν ήξερε να μιλήσει καθόλου - καμιάν ανθρώπινη γλώσσα. Όχι πως ήταν βουβό - να μιλήσει δεν ήξερε. Φαινότανε δηλαδή πως είχε ζήσει χωρίς τους ανθρώπους, δεν τους ήξερε. Κανένας δεν έμαθε πώς έζησε τόσα χρόνια, πού κρυβόταν, πώς δεν βρήκε ποτέ τους ανθρώπους".
Έτσι, ο ήρωας του μυθιστορήματος παρομοιάζεται έμμεσα με αυτό το παιδί:
- Όπως ο Κάσπαρ Χάουζερ έτσι και ο ήρωας βρέθηκαν σε έναν νεό τόπο, χωρίς να ξέρουν τους ανθρώπους ούτε και τη γλώσσα τους.
- Νιώθουν αποξενωμένοι και αποκομμένοι από τον κοινωνικό ιστό.
Απαντήσεις στις ερωτήσεις του σχολικού βιβλίου (σελ. 131)
1. Για ποιους λόγους ο Κώστας αισθάνεται μεγάλη ψυχική και κοινωνική αποξένωση;
Ο Κώστας ζει ως μετανάστης σε μια Γερμανική πόλη. Η μηχανοποιημένη εργασία του αλλά και ο ατομικιστικός τρόπος που οι άνθρωποι ζουν στην πόλη αυτή τον κάνουν να νιώθει ότι δεν "ανήκει" στο πλήθος των ανθρώπων που τον περικυκλώνει. Αναλογιζόμενος πόσοι άνθρωποι δουλεύουν παράλληλα με αυτόν για να φτιάξουν μια λάμπα συνειδητοποιεί ότι δεν είναι τίποτε παρά πάνω από ένα ακόμη γρανάζι στην τεράστια αυτή μηχανή, ένα μικρόβιο τόσο μικρό που δεν το πιάνει το μάτι του ανθρώπου (Είμαστε δηλαδή διακόσιες χιλιάδες άνθρωποι... των δύο κηρίων). Η γεμάτη ανθρώπους λεωφόρος παρουσιάζεται εξίσου έρημη. Το γεγονός μάλιστα ότι τόσοι άνθρωποι περνάνε πλάι του χωρίς να έχει ο ίδιος κανέναν δικό του στο σπίτι να τον περιμένει, δημιουργεί μια αντίθεση που τονίζει ακόμη περισσότερο τη μοναξιά του ήρωα (Άνθρωποι, κόσμος πολύς, περνάνε δίπλα μου... Δε με περιμένει κανένας εμένα, δεν έχω πουθενά που να θέλω να πάω, να γυρίσω κάπου). Οι μόνες αναφορές που γίνονται στο απόσπασμα και δείχνουν ότι ο ήρωας έχει και κάποια κοινωνική ζωή είναι η αναφορά στο καφενείο και τον κινηματογράφο, οι οποίες ωστόσο δεν φαίνεται να καλύπτουν τις ανάγκες του ήρωα για επικοινωνία και συντροφικότητα (Το 'δα σ' ένα φιλμ την περασμένη βδομάδα, που πήγαμε σινεμά με κάτι Ρωμιούς [...] Λένε στο καφενείο και για τους άλλους - πως ξένοι γινήκαμε όλοι στις μεγάλες αυτές πολιτείες).
2. Τι είναι αυτό που κάνει τον Κώστα να παρομοιάζει τον εαυτό του, τώρα που ζει κι εργάζεται στη Γερμανία, με ένα «μικρόβιο»;
Βλέποντας τη βιτρίνα με τις ηλεκτρικές λάμπες ο Κώστας αναλογίζεται ότι κάθε μια από αυτές έχει περάσει από τα χέρια του. Χιλιάδες άνθρωποι έχουν εργαστεί για την κατασκευή μιας λάμπας κάνοντας ο καθ' ένας από αυτούς ένα μικρό μέρος της δουλειάς που χρειάζεται. Ο μηχανοποιημένος τρόπος εργασίας στο εργοστάσιο δεν αφήνει περιθώρια στους εργάτες να κάνουν μια δουλειά δημιουργική αλλά τους οδηγεί σε μια αυτοματοποιημένη καθημερινότητα εξισώνοντάς τους με τις μηχανές. Έτσι, μέσα σε αυτή τη λάμπα συσσωρεύονται η αφοσίωση, η εργατικότητα και η κούραση όλων αυτών των ανθρώπων, σαν τελικά να ήταν κάτι τόσο ασήμαντο που μπορεί να χωρέσει μέσα σε ένα λαμπιόνι. Γι' αυτό ο Κώστας αντιπαραβάλλει τον εαυτό του με ένα μικρόβιο θέλοντας να δείξει ότι ο απρόσωπος τρόπος ζωής και εργασίας στο εργοστάσιο οδηγούν τον άνθρωπο σε συναισθηματική σμίκρυνση (Είμαστε δηλαδή διακόσιες χιλιάδες άνθρωποι... των δύο κηρίων).
3. Στο τέλος του αποσπάσματος ο Κώστας συμπυκνώνει με ειρωνικό τρόπο το νόημα της ζωής του στη φράση: «[...] εδώ κατοίκησε κάποτε ο ξενότερος απ' όλους τους ξένους της πολιτείας των ξένων». Τι πιστεύετε ότι προκάλεσε αυτή την πικρή διαπίστωση του Κώστα;
Η ένταση της μοναξιάς που νιώθει ο Κώστας κορυφώνεται στην τελευταία φράση μέσα από επαναλήψεις της έννοιας "ξένος" και του κατασκευασμένου υπερθετικού "ξενότερος". Μέσα σε μια πόλη όπου οι άνθρωποι ζουν χωρίς να γνωρίζονται ή να επικοινωνούν μεταξύ τους, αποξενωμένοι και αλλοτριωμένοι από κάθε κοινωνική ανάγκη σαν καλοκουρδισμένες μηχανές, ο Κώστας είναι πιο μόνος από όλους τους άλλους. Γιατί αυτός δεν έχει κανέναν να τον περιμένει στο σπίτι, δεν έχει οικογένεια, ούτε πατρίδα (Δε με περιμένει κανένας εμένα, δεν έχω πουθενά που να θέλω να πάω, να γυρίσω κάπου [...] το κανένα σπίτι μου, η καμιά μου πατρίδα). Ζητάει λοιπόν από τον συγγραφέα που θέλει να γράψει τη βιογραφία του να στήσει μια πλάκα στο μνήμα του που θα συμπυκνώνει την ψυχική του αποξένωση: «εδώ κατοίκησε κάποτε ο ξενότερος απ' όλους τους ξένους της πολιτείας των ξένων».
4. Ο Κώστας είναι ένα απλοϊκό πρόσωπο, με λαϊκή καταγωγή. Εντοπίστε λέξεις και φράσεις του κειμένου στις οποίες φαίνεται αυτό.
Ως αυτοδιηγητικό το κείμενο αυτό αποτυπώνεται στην απλή δημοτική γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Κώστας με έντονα στοιχεία προφορικότητας. Τέτοιες φράσεις είναι: Κι αν θέλεις να ξέρεις [...] λέω κάποτε με το μικρό μυαλό μου [...] έχουν περάσει από τις δικές μου πλάτες [...] τάκατάκα στο εργοστάσιο, τίκι-τίκι, τίκι-τίκι, τίκι-τίκι το ρολογάκι στη λεωφόρο [...] εσύ, κύριε συγγραφέα κτλ. Πέρα από τη γλώσσα και το γεγονός ότι δουλεύει σε ένα εργοστάσιο ως εργάτης μας κάνει να σχηματίζουμε την εντύπωση ότι έχουμε μπροστά μας ένας απλό, λαϊκό άνθρωπο. Όχι όμως και απλοϊκό. Οι συνειρμικές προεκτάσεις που αποδίδει στα απλά γεγονότα της καθημερινής του ζωής, το βάθος της ματιάς του που αναλύει την πραγματικότητα και ο διεισδυτικός τρόπος με τον οποίο ψυχογραφεί τον εαυτό του μας κάνει να καταλαβαίνουμε ότι είναι ένας άνθρωπος ιδιαίτερα σοφός και βαθυστόχαστος.
Ο Κώστας ζει ως μετανάστης σε μια Γερμανική πόλη. Η μηχανοποιημένη εργασία του αλλά και ο ατομικιστικός τρόπος που οι άνθρωποι ζουν στην πόλη αυτή τον κάνουν να νιώθει ότι δεν "ανήκει" στο πλήθος των ανθρώπων που τον περικυκλώνει. Αναλογιζόμενος πόσοι άνθρωποι δουλεύουν παράλληλα με αυτόν για να φτιάξουν μια λάμπα συνειδητοποιεί ότι δεν είναι τίποτε παρά πάνω από ένα ακόμη γρανάζι στην τεράστια αυτή μηχανή, ένα μικρόβιο τόσο μικρό που δεν το πιάνει το μάτι του ανθρώπου (Είμαστε δηλαδή διακόσιες χιλιάδες άνθρωποι... των δύο κηρίων). Η γεμάτη ανθρώπους λεωφόρος παρουσιάζεται εξίσου έρημη. Το γεγονός μάλιστα ότι τόσοι άνθρωποι περνάνε πλάι του χωρίς να έχει ο ίδιος κανέναν δικό του στο σπίτι να τον περιμένει, δημιουργεί μια αντίθεση που τονίζει ακόμη περισσότερο τη μοναξιά του ήρωα (Άνθρωποι, κόσμος πολύς, περνάνε δίπλα μου... Δε με περιμένει κανένας εμένα, δεν έχω πουθενά που να θέλω να πάω, να γυρίσω κάπου). Οι μόνες αναφορές που γίνονται στο απόσπασμα και δείχνουν ότι ο ήρωας έχει και κάποια κοινωνική ζωή είναι η αναφορά στο καφενείο και τον κινηματογράφο, οι οποίες ωστόσο δεν φαίνεται να καλύπτουν τις ανάγκες του ήρωα για επικοινωνία και συντροφικότητα (Το 'δα σ' ένα φιλμ την περασμένη βδομάδα, που πήγαμε σινεμά με κάτι Ρωμιούς [...] Λένε στο καφενείο και για τους άλλους - πως ξένοι γινήκαμε όλοι στις μεγάλες αυτές πολιτείες).
2. Τι είναι αυτό που κάνει τον Κώστα να παρομοιάζει τον εαυτό του, τώρα που ζει κι εργάζεται στη Γερμανία, με ένα «μικρόβιο»;
Βλέποντας τη βιτρίνα με τις ηλεκτρικές λάμπες ο Κώστας αναλογίζεται ότι κάθε μια από αυτές έχει περάσει από τα χέρια του. Χιλιάδες άνθρωποι έχουν εργαστεί για την κατασκευή μιας λάμπας κάνοντας ο καθ' ένας από αυτούς ένα μικρό μέρος της δουλειάς που χρειάζεται. Ο μηχανοποιημένος τρόπος εργασίας στο εργοστάσιο δεν αφήνει περιθώρια στους εργάτες να κάνουν μια δουλειά δημιουργική αλλά τους οδηγεί σε μια αυτοματοποιημένη καθημερινότητα εξισώνοντάς τους με τις μηχανές. Έτσι, μέσα σε αυτή τη λάμπα συσσωρεύονται η αφοσίωση, η εργατικότητα και η κούραση όλων αυτών των ανθρώπων, σαν τελικά να ήταν κάτι τόσο ασήμαντο που μπορεί να χωρέσει μέσα σε ένα λαμπιόνι. Γι' αυτό ο Κώστας αντιπαραβάλλει τον εαυτό του με ένα μικρόβιο θέλοντας να δείξει ότι ο απρόσωπος τρόπος ζωής και εργασίας στο εργοστάσιο οδηγούν τον άνθρωπο σε συναισθηματική σμίκρυνση (Είμαστε δηλαδή διακόσιες χιλιάδες άνθρωποι... των δύο κηρίων).
3. Στο τέλος του αποσπάσματος ο Κώστας συμπυκνώνει με ειρωνικό τρόπο το νόημα της ζωής του στη φράση: «[...] εδώ κατοίκησε κάποτε ο ξενότερος απ' όλους τους ξένους της πολιτείας των ξένων». Τι πιστεύετε ότι προκάλεσε αυτή την πικρή διαπίστωση του Κώστα;
Η ένταση της μοναξιάς που νιώθει ο Κώστας κορυφώνεται στην τελευταία φράση μέσα από επαναλήψεις της έννοιας "ξένος" και του κατασκευασμένου υπερθετικού "ξενότερος". Μέσα σε μια πόλη όπου οι άνθρωποι ζουν χωρίς να γνωρίζονται ή να επικοινωνούν μεταξύ τους, αποξενωμένοι και αλλοτριωμένοι από κάθε κοινωνική ανάγκη σαν καλοκουρδισμένες μηχανές, ο Κώστας είναι πιο μόνος από όλους τους άλλους. Γιατί αυτός δεν έχει κανέναν να τον περιμένει στο σπίτι, δεν έχει οικογένεια, ούτε πατρίδα (Δε με περιμένει κανένας εμένα, δεν έχω πουθενά που να θέλω να πάω, να γυρίσω κάπου [...] το κανένα σπίτι μου, η καμιά μου πατρίδα). Ζητάει λοιπόν από τον συγγραφέα που θέλει να γράψει τη βιογραφία του να στήσει μια πλάκα στο μνήμα του που θα συμπυκνώνει την ψυχική του αποξένωση: «εδώ κατοίκησε κάποτε ο ξενότερος απ' όλους τους ξένους της πολιτείας των ξένων».
4. Ο Κώστας είναι ένα απλοϊκό πρόσωπο, με λαϊκή καταγωγή. Εντοπίστε λέξεις και φράσεις του κειμένου στις οποίες φαίνεται αυτό.
Ως αυτοδιηγητικό το κείμενο αυτό αποτυπώνεται στην απλή δημοτική γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Κώστας με έντονα στοιχεία προφορικότητας. Τέτοιες φράσεις είναι: Κι αν θέλεις να ξέρεις [...] λέω κάποτε με το μικρό μυαλό μου [...] έχουν περάσει από τις δικές μου πλάτες [...] τάκατάκα στο εργοστάσιο, τίκι-τίκι, τίκι-τίκι, τίκι-τίκι το ρολογάκι στη λεωφόρο [...] εσύ, κύριε συγγραφέα κτλ. Πέρα από τη γλώσσα και το γεγονός ότι δουλεύει σε ένα εργοστάσιο ως εργάτης μας κάνει να σχηματίζουμε την εντύπωση ότι έχουμε μπροστά μας ένας απλό, λαϊκό άνθρωπο. Όχι όμως και απλοϊκό. Οι συνειρμικές προεκτάσεις που αποδίδει στα απλά γεγονότα της καθημερινής του ζωής, το βάθος της ματιάς του που αναλύει την πραγματικότητα και ο διεισδυτικός τρόπος με τον οποίο ψυχογραφεί τον εαυτό του μας κάνει να καταλαβαίνουμε ότι είναι ένας άνθρωπος ιδιαίτερα σοφός και βαθυστόχαστος.