Η επιστροφή του Αντρέα
Ηλίας Βενέζης
Επισημάνσεις προς τον αναγνώστη
- Με κόκκινο υπογραμμίζονται τα σχήματα λόγου.
- Με μπλε ο ερμηνευτικός σχολιασμός του κειμένου.
- Με πράσινο τα αφηγηματικά στοιχεία.
- Με μωβ οι ενότητες και στα στοιχεία δομής.
- Με πορτοκαλί ο χαρακτηρισμός των προσώπων.
Το μυθιστόρημα του Ηλία Βενέζη Γαλήνη (1939) έχει ως θέμα του την εγκατάσταση μιας ομάδας προσφύγων στην Ανάβυσσο της Αττικής, μετά τη Μικρασιατική καταστροφή του 1922. Στον αγώνα για επιβίωση σε έναν άγνωστο και άγονο τόπο η ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο συνυπάρχει με τη νοσταλγία για τις χαμένες πατρίδες και την αγωνία για την τύχη εκείνων που έμειναν κρατούμενοι στα καταναγκαστικά τάγματα εργασίας της Ανατολής. Στο απόσπασμα που ακολουθεί, ο Αντρέας, που γύρισε σώος ύστερα από δεκατέσσερις μήνες ομηρίας, κρύβει την πικρή αλήθεια από τη μάνα του Άγγελου, του φίλου του που πέθανε πριν να χαρεί τη μέρα της επιστροφής.
-----------Ενότητα 1: Ο ερχομός του Αντρέα--------------
Πλησιάζανε οι Φωκιανοί* λαχανιασμένοι, στο απάνω χωριό, που είχαν οι άλλοι πρόσφυγες, οι Ανατολίτες, όταν σταματήσανε μονομιάς.
Ένας, μονάχος, ολομόναχος (επανάληψη) άνθρωπος πρόβαλε στο μονοπάτι. Είχε σκεπασμένο με τσουβάλια το κορμί του, το πρόσωπό του ήταν κίτρινο, ήταν ολομόναχος κι από πίσω του τρέχανε σκυλιά και τον γάβγιζαν, κι από πίσω του ήταν οι λόφοι.
Πλησιάζοντας προς το χωριό η εξωτερική εικόνα του Αντρέα είναι αποκαρδιωτική: είναι ντυμένος με τσουβάλια και το πρόσωπό του είναι κιτρινισμένο από τις κακουχίες. Η εικόνα αυτή του εξουθενωμένου από τον πόλεμο ανθρώπου είναι σύστοιχη και με την ψυχική του κατάσταση.
Σκιά θανάτου (μεταφορά) σκέπασε μονομιάς το κοπάδι (μεταφορά) των Φωκιανών, ώσπου μια φωνή είπε με δέος:
— Αυτό είναι!
Κι ολοένα «αυτό» ερχόταν, μαζί με τα σκυλιά και με τους λόφους. Ύστερα ακούστηκε ένα μούρμουρο κι ύστερα ακούστηκε η φωνή του ξένου:
— Η μητέρα μου είναι εδώ;...
Τότε, αναγνωρίζοντας τη φωνή του, όλο το κοπάδι έπεσε πάνω του, φωνάζοντας:
Το γεγονός ότι κανείς από τους συγχωριανούς του δεν κατάφερε να τον αναγνωρίσει από την εμφάνιση τονίζει την άθλια κατάσταση στην οποία είχε βρεθεί.
— Είναι ο Αντρέας! Είναι ο Αντρέας της κυρά Σοφούλας!
Κι ύστερα άρχισαν να τον πνίγουν στα ρωτήματα (μεταφορά):
-- Μην είδες τον τάδε; Μην είδες τον τάδε; (επανάληψη)
Κάθε ένας από τους χωριανούς νιώθει αγωνία για τους δικούς του συγγενείς που αιχμαλωτίστηκαν από τους Τούρκους μετά τη μικρασιατική καταστροφή και ζητά να μάθει πληροφορίες.
Σαν φοβισμένο ζο (παρομοίωση), κάτω απ' το κύμα των ανθρώπων (μεταφορά), μουρμούριζε, σαν να ζητούσε έλεος (παρομοίωση):
-- Δεν ξέρω τίποτα... Δεν ξέρω τίποτα... (επανάληψη)
Ο Αντρέας βρίσκεται σε κακή ψυχολογική κατάσταση, είναι εξαντλημένος, νευρικός και βαθιά ψυχικά τραυματισμένος από τις κακουχίες της αιχμαλωσίας.
Άρχισαν να βαδίζουν προς την Ανάβυσσο, ο αιχμάλωτος όδευε πρώτος και το πλήθος ακολουθούσε. Πλάι του έτρεχε λαχανιασμένος ο γιατρός Βένης.*
— Είναι ακόμα μακριά; ρώτησε ο Αντρέας μια στιγμή το γιατρό, γεμάτος αγωνία! Για όνομα του Θεού! Να φτάξουμε! Να φτάξουμε! (επανάληψη)
— Θα φτάξουμε, παιδί μου, θα φτάξουμε (επανάληψη), έλεγε ο γιατρός. Να τα καλύβια μας, φαίνουνται. Μπορείς να λες στους ανθρώπους ένα «ναι» ή ένα «όχι», αν είδες κανένα δικό τους...
Ένα «ναι» ή ένα «όχι» - πόσο απλά, λοιπόν, είναι όλα εδώ.
— Η Άννα* ζει; ρώτησε μια στιγμή, μες στην αγωνία του, το αγόρι.
— Ναι, ζει. Εδώ είναι. Εδώ είναι κι η μητέρα του Άγγελου. Μαζί με κείνον δεν ήσαστε, όταν σας πιάσανε;
Τότε το παλικάρι έκανε ένα βίαιο κίνημα, σαν να ξυπνούσε από εφιάλτη (παρομοίωση).
Ο Αντρέας δεν μπορεί να ξεχάσει τις εφιαλτικές στιγμές που έζησε ως αιχμάλωτος και τον θάνατο του φίλου του Άγγελου.
— Τι είπες; λέει βάναυσα (μεταφορά) στο γιατρό.
— Είπα για τον ανιψιό μου τον Άγγελο. Θά 'ρθει με τ' άλλο βαπόρι;
Η φωνή που ρωτά είναι ήσυχη, γαλήνια - πώς γίνεται, λοιπόν, να ρωτούνε μ' αυτό τον απλό τρόπο εδώ οι άνθρωποι κι η φωνή τους να είναι τόσο ήσυχη;
Η αντίθεση ανάμεσα στην ταραχή του Αντρέα και την ηρεμία του γιατρού τονίζει το μαγάλο χάσμα που υπάρχει ανάμεσα στους ανθρώπους που άκουγαν για τον πόλεμο και στους ανθρώπους που έζησαν τον πόλεμο. Το χωριό των προσφύγων βέβαια αποτελείται από ανθρώπους που κατόρθωσαν να ξεφύγουν από τον πόλεμο της Μικράς Ασίας και έτσι έζησαν μόνο ένα κομμάτι του. Όσοι όμως αιχμαλωτίστηκαν και οδηγήθηκαν σε τάγματα εργασίας (όπως ο Αντρέας) έζησαν την απόλυτη φρίκη του πολέμου.
— Θά 'ρθει με τ' άλλο βαπόρι; επιμένει η φωνή. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί τη φράση "η φωνή" λες και δεν υπάρχει κάποιος που να μιλάει, αλλά η φωνή να ακούγεται από μόνη της. Με τον τρόπο αυτό δημιουργεί μια αίσθηση απόκοσμη και καταφέρνει να μας μεταφέρει στον ψυχικό κόσμο του Αντρέα ο οποίος ακροβατεί ανάμεσα στην πραγματικότητα (την επιστροφή του) και την παράνοια που βίωσε ως αιχμάλωτος στα τάγματα εργασίας.
Πάλι.
Η λέξη "πάλι", μόνη της και σε χωριστή πρόταση τονίζει το πόσο βασανιστικό ήταν για τον Αντρέα να τον ρωτούν για τον φίλο του. Ο ίδιος γνωρίζει ότι έχει πεθάνει (μάλιστα έχει ζήσει τον θάνατο του φίλου του), όμως οι άλλοι δεν το ξέρουν.
— Θά 'ρθει λοιπόν; επανάληψη των ερωτήσεων → Θέλει να τονίσει την αγωνία που ένιωθαν οι άνθρωποι για να μάθουν νέα από τους δικούς τους με τους οποίους είχαν αποχωρηστεί.
Κι η σκληρή (μεταφορά) φωνή του αγοριού, σχεδόν άγρια (μεταφορά), αδύνατη πια να κρατηθεί (προσωποποίηση), τινάζεται σπαράζοντας (προσωποποίηση):
— Ε, όχι! Δε θά 'ρθει! Δε θά 'ρθει! (επανάληψη) Μη με ρωτάτε πια! φώναζε απελπισμένα.
Ο Αντρέας νιώθει απελπισία γιατί τον κατακλύζουν έντονα και αντιφατικά συναισθήματα. Από τη μια βλέπει τους ανθρώπους αυτούς που τον υποδέχονται με χαρά (γιατί τους φέρνει την ελπίδα) και από την άλλη όλοι αυτοί του θυμίζουν τη φρίκη που έζησε μέχρι να κατορθώσει να φύγει για την Ελλάδα.
Κάθισε απότομα καταγής κι έκλεισε (μεταφορά) το πρόσωπό του με τις χούφτες του. Όλοι, τότε, κάνανε ένα βουβό κύκλο (μεταφορά) πάνω από κείνο το φάντασμα (μεταφορά).
— Για ποιον λέει; ρωτούσαν σιγανά.
Μα ο γιατρός τούς παρακάλεσε ν' αραιώσουν τον κύκλο, να πάρει αέρα (μεταφορά) το παιδί. Γονάτισε πλάι του κι έπιασε το μέτωπό του, σαν να ήθελε να δει αν έχει πυρετό.
Ύστερα έσκυψε ακόμα πιο πολύ στ' αυτί του αγοριού, ικετεύοντας:
— Η μητέρα του, να μη μάθει τίποτα, του ψιθύρισε τρέμοντας από ταραχή. Θα πρέπει να περιμένει.
Κι ο Αντρέας χαμήλωσε το κεφάλι, πιο ήσυχος λίγο, στη γη.
— Ναι, δε θα μάθει.
Ο γιατρός γνωρίζει ότι αυτό που κρατάει τη μητέρα του Άγγελου ζωντανή είναι η ελπίδα ότι ο γιός της ζει και κάποια μέρα θα επιστρέψει. Ζητάει από τον Αντρέα να μην αποκαλύψει τον θάνατο του Άγγελου ώστε η μητέρα του να συνεχίσει να ελπίζει, αφού αυτό είναι το μόνο που της έχει απομείνει να κάνει.
-----------Ενότητα 2: Το παραμύθι του Αντρέα--------------
[...] Γύρισε σαν άρρωστος (παρομοίωση), ένα αληθινό πτώμα στο καλύβι τους. Έτσι γίνεται κάθε μέρα. Είναι ένα φοβερό καθήκον που επαναλαμβάνεται, στερεότυπα, κάθε βράδυ, σαν κοντεύει να πέσει η νύχτα. Στην αρχή, τις πρώτες μέρες του γυρισμού του, ήταν τόσο μαρτυρικό, που κοίταζε πώς να το ξεφύγει. Ύστερα σιγά σιγά το συνήθισε, το είδε σαν χρέος. Όλα τα συνηθίζει κανείς. Συνηθίζει να ψάχνει μες στον εαυτό του κι άξαφνα να βλέπει πως είναι τόσο γυμνός και τόσο έρημος, σαν ν' αρχίζει μόλις (παρομοίωση), πρώτος απάνω στη γη, την ιστορία του ανθρώπου, μόλις και μόνος. Συνηθίζει (επανάληψη) να μην πιστεύει σε τίποτα και να μην ονειρεύεται, δηλαδή, να απογυμνώνεται (μεταφορά) από καθετί που μας συμφιλιώνει με τους ανθρώπους και με τη ζωή. Συνηθίζει και να σκοτώνει, τον εαυτό του, άλλους - κι όλα μέσα του να σωπαίνουν (μεταφορά), και ο φόβος και η φαντασία και ο έλεος.* Όλα, λοιπόν, είναι μια απλή υπόθεση βαθμού, ως πού θα πέσεις (μεταφορά). Έτσι συνηθίζεις κι αυτό, να κάθεσαι να λες κάθε μέρα ιστορίες σε μια μητέρα για ένα παιδί που δεν είναι πια να γυρίσει.
Ο Αντρέας μέσα από τον πόλεμο και την αιχμαλωσία έχει μεταλλάξει τον τρόπο που βιώνει τα πράγματα. Έχει "συνηθίσει" κάθε είδους ψυχικό και σωματικό πόνο. Βιώνει αυτό που στην ψυχολογία ονομάζεται "μόνωση": άτομα που έχουν βιώσει έντονα τραυματικά γεγονότα μερικές φορές παύουν να έχουν επαφή με το συναίσθημα που συνοδεύει τα γεγονότα αυτά, έτσι γίνονται πιο εύκολα διαχειρίσιμα. Εδώ ο Αντρέας θα πρέπει να διαχειριστεί όχι μόνο το φορτίο του δικού του πόνου αλλά και το χρέος που έχει απέναντι στους συχωριανούς του να τους καθησυχάσει και να τους "παραμυθιάσει" ώστε να μην θλίβονται για όσους από τους δικούς τους είναι ακόμη αιχμάλωτοι στην Τουρκία.
Με την παράγραφο αυτή και την εκτεταμένη παρουσίαση της ψυχικής κατάστασης του Αντρέα ο συγγραφέας θέλει να τονίσει την αλλοτριωτική επίδραση του πολέμου στις ψυχές των ανθρώπων που τον έζησαν και να δώσει ένα μήνυμα αντιπολεμικό. Εξάλλου και ο ίδιος είχε πιαστεί αιχμάλωτος στον ίδιο πόλεμο και είχε οδηγηθεί σε τάγμα εργασίας από όπου και τελικά δραπέτευσε. Στο πρόσωπο του Αντρέα επομένως ο συγγραφέας προβάλλει τον ίδιο του τον εαυτό και τα ψυχικά αποτυπώματα που άφησε μέσα του η βαρβαρότητα της αλληλοσφαγής.
«Η μητέρα του να μη μάθει τίποτα», του είχε ξαναπεί ικετευτικά ο γερο-Βένης. «Μπορεί να περιμένει όλα τα χρόνια που της μένουν ακόμα και να μη λυγίσει. Αλλά να μην έχει να περιμένει - αυτό δεν το μπορεί».
Και για να μη μάθει κείνη η μητέρα τίποτα, ο Αντρέας κάθισε και της είπε μια ιστορία. Ήταν ένα παραμύθι όλο χρώμα (μεταφορά) και συγκίνηση, γεμάτο από καλοσύνη για δυο παιδιά που βρεθήκανε μες στο μπουρίνι του πολέμου (μεταφορά), γεμάτο από ιερή ευγνωμοσύνη κι από θερμά δάκρυα.
— Ο Άγγελος θά 'ρθει με την άλλη αποστολή, ή με την άλλη, την άλλη. Θά 'ρθει - ήταν ο πρώτος λόγος που είπε στη μητέρα του φίλου του.
Κι ύστερα σαν ξεμοναχιαστήκανε, το ίδιο βράδυ, στο δωμάτιό της, η θεία Μαρία τον έβαλε και της είπε απ' την αρχή όλα, ένα ένα, πώς πέρασαν στην αιχμαλωσία, όλες οι μέρες τους, δεκατέσσερις μήνες.
Ήταν κι η δική του η μητέρα πλάι του, η θεία Σοφία. Ν' ακούσει και κείνη το παραμύθι και τίποτα άλλο να μη μάθει ποτέ (υπερβολή). Αυτοσχεδίαζε τα γεγονότα, οι σκληρές γραμμές σβήνανε μες στο παραμύθι, έτσι όπως γίνεται στα παραμύθια με τους δράκους και με τα θεριά που τα λες μια νύχτα σ' ένα παιδί, να το αποκοιμίσεις. Η νύχτα είναι ήσυχη, πλάι εκεί κάθεται ένας μικρός άγγελος και χύνει (μεταφορά) το φως του προσώπου του απάνω στα μάτια του παιδιού, περιμένοντας νά 'ρθει η ώρα και να τα σφαλίσει (μεταφορά). Όλα είναι ήμερα, οι δράκοι και τα θεριά σιγά σιγά σβήνουν (μεταφορά) μες σε τούτο το θερμό φως, μπερδεύονται, παίρνουν σχήματα απροσδιόριστα, το παιδάκι χαμογελά και τα μάτια αργά αργά βασιλεύουνε (μεταφορά). Το παιδάκι αποκοιμήθηκε. Η ειρήνη να είναι μαζί του. Μια μητέρα πρέπει ν' αποκοιμηθεί. Ο Θεός να είναι μαζί της.
Στην εικόνα αυτή το παραμύθι που λέει κάποιος σε ένα παιδί για να το αποκοιμήσει και να κοιμηθεί ήρεμο παρομοιάζεται με την παραλλαγμένη ιστορία που είπε ο Αντρέας στη μητέρα του Άγγελου. Όπως τα παιδιά ηρεμούν και αποκοιμιούνται με τα παραμύθια, έτσι και η μητέρα του Άγγελου πίστεψε ότι το παιδί της θα έρθει.
Έλεγε, λοιπόν, το παραμύθι που είπε ο Αντρέας στη θεία Μαρία:
«Στο δρόμο που πηγαίνανε, λέει, στη μεγάλη πορεία για το εσωτερικό της Ανατολής, περπατούσανε όλο μέσα σε μεγάλα δάση, ανάμεσα σε καταρράχτες και σε σκιερά φαράγγια. Επειδή δεν είχανε δάση στα μέρη τους, εξόν απ' τα δάση των ελιών, ήτανε πλημμυρισμένοι (μεταφορά) από έναν αλλόκοτο φόβο, μια παράξενη γοητεία. Παράξενα πουλιά πετούσαν αποδώ και αποκεί, αλλόκοτα χρώματα και το βράδυ σαν έπεφτε ο ήλιος, οι σκιές μεγάλωναν και χάνονταν σ' ένα βάθος, όπου σταματούσε η ματιά του ανθρώπου. Στρατοπεδεύανε όπου τους έβρισκε η νύχτα, μες στα δάση και μες στα σκιερά φαράγγια. Σαν έβγαιναν τα πρώτα άστρα πάνω στον ουρανό, το δάσος άρχιζε να ταράζεται απ' τις άγριες φωνές των θεριών που ξεμπουκέρνανε απ' τις φωλιές τους, να βρουν τη λεία τους. Οι αιχμάλωτοι δε φοβούντανε τότε, γιατί ανάβανε μεγάλες φωτιές που τους προστατεύανε. Οι φλόγες πετούσαν αψηλά και τα κλωνιά των αιωνόβιων δέντρων γέρναν από πάνω τους, σαν μια επίκληση (μεταφορά) στην ιερή φλόγα, να τα πάρει και να ησυχάσουνε, γιατί πολύ έζησαν και πολύ επερίμεναν. Τα θεριά, τότε, δεν κοντεύανε, μονάχα τις φωνές τους ακούγανε. Ώσπου κι αυτές, όσο η νύχτα προχωρούσε, σιγά σιγά αδυνάτιζαν. Αδυνάτιζαν ώσπου γίνονταν ένα σιγανό βογκητό, σιγανό και σχεδόν ανθρώπινο (παρομοίωση), που δενόταν (μεταφορά) πάνω στα φύλλα και στους σκληρούς κορμούς, πάνω στον αγέρα και στους ανθρώπους για να τους αποκοιμίσει (προσωποποίηση).
Έτσι γινόταν τις νύχτες. Τις μέρες, στην πορεία, τους σταματούσαν σε καθαρά τρεχάμενα νερά και πίνανε, σε στάνες και σε καλύβες.
Οι χωριάτες τούς φιλεύανε ψωμί σταρένιο και γάλα, ύστερα βγαίναν στις πόρτες, και τους ευχόντανε ο Θεός να είναι μαζί τους, στο δρόμο τους. Αυτοί οι χωριάτες δεν ξέρανε αν ήταν πόλεμος ή αν τελείωσε, δεν ξέρανε τίποτα. Ξέραν μονάχα πως άνθρωποι τους ζητούσαν ψωμί και το δίνανε με την απλότητα που έχουν όλες οι μεγάλες πράξεις.
Μια βραδιά νυχτωθήκαν σ' ένα χωριό, σκαρφαλωμένο (μεταφορά) σ' ένα βουνό γεμάτο πεύκα. Αποκεί, στο μεγάλο εκείνο ύψος, ήταν η τελευταία φορά που είδανε τη θάλασσα.
Έπεφτε (μεταφορά) ο ήλιος όταν κάποιος γύρισε πίσω και την είδε. Ήταν ένα μακρινό γαλανό στρώμα, μια λουρίδα που μόλις ξεχώριζε μέσα απ' τ' άνοιγμα του βουνού.
"Παιδιά", είπε τότε ο σύντροφός τους. "Η θάλασσα".
Όλοι, τότε, γύρισαν προς τη φευγαλέα γραμμή, που σε λίγο θα χανότανε για πάντα απ' τα μάτια τους. Την κοιτάζανε. Είχε αγέρα και κει κάτω θα ήταν ταραγμένη η θάλασσα και τα κύματα θ' ανεβοκατέβαιναν, το ένα πίσω απ' τ' άλλο. Τα υποπτευόντανε. Μα στα μάτια τους, που μέναν στυλωμένα εκεί, δεν έφτανε μήτε η ελάχιστη κίνηση. Τίποτα. Το πέλαγο έμενε έτσι ακίνητο, με τις μεγάλες ραβδωτές γραμμές που θα ήταν τα κύματα, έτσι ακίνητα γιατί βαρέθηκαν (προσωποποίηση).
Η εικόνα μας παραπέμπει στην "κάθοδο των μυρίων" που περιγράφει ο Ξενοφώντας. Εκεί οι ταλαιπωρημένοι από τις κακουχίες στρατιώτες, όταν είδαν τη θάλασσα στα βόρεια της Μικράς Ασίας, φώναξαν με ενθουσιασμό "Θάλαττα! Θάλαττα!" γιατί η άφιξή τους σε παραθαλάσσια περιοχή σήμαινε το τέλος των βασάνων τους. Εδώ η θέα της θάλασσας λειτουργεί αντίστροφα. Με την απομάκρυνσή τους από τα παράλια οι αιχμάλωτοι ήξεραν ότι απομακρύνονται από κάθε ελπίδα να διαφύγουν στην Ελλάδα και να γλιτώσουν. Εδώ βέβαια παρουσιάζεται ως "η μοναδική τους πίκρα" στο πλαίσιο του εξωραϊσμού των γεγονότων.
Αυτό στάθηκε η μοναδική τους πίκρα, ύστερα από τόσες μέρες πορεία. Μα σαν μπήκανε στο χωριό του δάσους οι γυναίκες τρέξανε να τους φιλέψουν. Τους βάλαν σε μια μεγάλη καλύβα, τους φέρανε ζεστό σπιτίσιο τραχανά και φάγανε, τους φέραν και δαδιά και τ' ανάψανε, γιατί η νύχτα ήταν κρύα. Με τον Άγγελο, πλαγιάζαν, ο Αντρέας, πάντα μαζί μαζί αγκαλιασμένοι, έναν ύπνο μακάριο και ατάραχο.
— Μα κείνοι οι άνθρωποι δεν ξέρουν, λοιπόν, τίποτα απ' τον πόλεμο; ρωτούσε η θεία Μαρία συγκινημένη.
— Α, όχι, δεν ξέραν τίποτα εκεί πάνω, της έλεγε ο Αντρέας. Δεν ξέραν τίποτα, σαν να τους είχαν ξεχάσει μες στην ερημιά τους οι άλλοι άνθρωποι. Σαν να τους είχε ξεχάσει κι ο ίδιος ο Θεός τους. Έμειναν απλοί και καλοί. Ζούσαν με τα πρόβατά τους και με τα γεννήματα που τους έδινε η καλή γη, που τη βρέχαν με τον ίδρωτα τους. Κι έτσι που ξεπέφτανε, άξαφνα, τούτοι οι δυστυχισμένοι μες στην ειρήνη τους, ήτανε σαν πλάσματα (παρομοίωση) που τα έστελνε ο προφήτης για να δοκιμάσει αν η καρδιά τους έμεινε πάντα καθαρή κι αλέκιαστη».
Οι δυο μητέρες, του Αντρέα και του Άγγελου, κάθουνταν εκεί και κλαίγανε, όσο ξετυλιγότανε (μεταφορά) το παραμύθι. Ήταν δάκρυα που χύνονταν από ευγνωμοσύνη προς τον άνθρωπο, γιατί έμεινε καλός.
— «Όταν τελείωσε η πορεία, πιάσαμε (μεταφορά) δουλειά στα τρένα, συνέχισε. Αδειάζαμε βαγόνια φορτωμένα με γεννήματα. Μια εύκολη δουλειά. Ύστερα μας πήγαν σ' ένα χωριό. Ήταν χειμώνας πια κι είχε πέσει το πρώτο χιόνι. Σε κείνο το χωριό, μια μέρα, μέσα στο θολάμι που σταλιάζαμε, ήρθε και μας βρήκε ο Κιαμήλ μπέης, ένας γιατρός. Μας τράβηξε αποκεί μέσα και μας έδωσε ζεστά ρούχα. Μας ρώτησε τι κάναμε στην πατρίδα μας και του είπαμε πως πηγαίναμε ακόμα στο Γυμνάσιο. Ήταν και κείνος νέο παιδί, ότι* είχε τελειώσει τις σπουδές του κι ήμαστε οι τρεις σαν αδέρφια (παρομοίωση).
Ύστερα φύγαμε πάλι αποκεί και πιάσαμε δουλειά σ' ένα τσιφλίκι.* Ήταν ήμερα εκεί, σαν να μην ήταν πόλεμος (παρομοίωση). Μπορούσαμε να κάνουμε την προσευχή μας αν θέλαμε, μπορούσαμε να τραγουδούμε, κανένας δε μας εμπόδιζε. Όταν ερχόνταν οι αφέντες να κυνηγήσουν αγριογούρουνα, μας παίρναν και μας μαζί τους μες στο ρουμάνι.* Εκεί, σε κείνη την ήσυχη γωνιά, μας βρήκε η ειρήνη (προσωποποίηση). Εμένα με πήρε η πρώτη αποστολή για την Ελλάδα. Ο Άγγελος θα ερχόταν με την άλλη, ή με την άλλη».
Η αφήγηση του Αντρέα γίνεται σε γ' ενικό. Όμως προς το τέλος αλλάζει σε α' πληθυντικό για να δώσει στο κείμενο ζωντάνια και αμεσότητα.
Σαν αποχαιρετιστήκανε, λέει, με τον Άγγελο, ο τελευταίος λόγος εκεινού ήταν νά 'ρθει στη μητέρα του και να της φέρει χαιρετίσματα. Πήγανε, λέει, μαζί με τον Άγγελο πάνω απ' τον τάφο ενός συντρόφου τους, που είχε πεθάνει ήσυχα μια απ' τις τελευταίες μέρες του καλοκαιριού. Δεν είχε τίποτα, μονάχα μια ανεξήγητη μελαγχολία, που εκείνοι δεν την καταλαβαίνανε. Τον είχανε θάψει εκεί κοντά, σ' ένα ρέμα, κάτω από μια λεύκα. Οι ροδοδάφνες γέρναν τα κλώνια τους πλάι και σαν έπαιρνε να βραδιάσει του κάναν σκιά. Εκεί που πήγε ο Αντρέας ν' αποχαιρετίσει, για τελευταία φορά, τον πεθαμένο φίλο τους, εκεί, πάνω απ' τον τάφο του, αποχαιρετιστήκανε και με τον Άγγελο. «Να πας στη μητέρα μου χαιρετίσματα και να της πεις πως είμαι καλά και δε θ' αργήσω».
-----------Ενότητα 3: Η αντίδραση των μανάδων--------------
Έτσι τελείωσε το παραμύθι. Ο Αντρέας φοβόταν πως δε θα τον πιστεύανε οι δυο μητέρες. Οι εφημερίδες ήταν γεμάτες από φοβερές αφηγήσεις. Στόμα με στόμα το έπος της Ανατολής προσπαθούσε να σχηματισθεί (προσωποποίηση), μέσα στη φαντασία των ανθρώπων, που δεν το έζησαν.
Γι' αυτό ο Αντρέας φοβόταν πως η θεία Μαρία δε θα τον πίστευε. Μα φαίνεται ήταν ζεστή (μεταφορά) η φωνή του. Κι έπειτα πάσχει κανείς μονάχα για να ελπίζει. Είναι, ίσως, αυτό, η πιο καθαρή συνείδηση του μέλλοντος.
— Πόσο διαφορετικά τα φανταζόμαστε τα πράματα εμείς εδώ, του είπε μονάχα η μητέρα του φίλου του. Γιατί έλεγε ο κόσμος.
— Ο κόσμος έχει φαντασία, της αποκρίθηκε. Το κακό είναι πως δεν μπορούσαμε να σας γράψουμε. Αλλιώς θα ξέρατε.
— Ναι, είπε εκείνη. Η σιωπή ήταν φοβερή.
Με τη φράση "η σιωπή ήταν φοβερή" ο συγγραφέας τονίζει την προσπάθεια και των δύο πλευρών (του Αντρέα και των μητέρων) να μην έρθουν αντιμέτωποι με την αλήθεια. Ενώ κατά βάθος η κυρία Μαρία ξέρει ότι τα πράγματα δεν είναι δυνατόν να είναι τόσο ειδυλλιακά όσο τα περιγράφει ο Αντρέας, προτιμά να σωπάσει και να πιστέψει συνειδητά το "παραμύθι" του γιατί ξέρει και η ίδια ότι δεν θα μπορέσει να αντέξει την αλήθεια.
* Φωκιανοί: πρόσφυγες από το χωριό Φωκές της Μικράς Ασίας. Έχτισαν στην Ανάβυσσο το σημερινό συνοικισμό Νέα Φώκαια *γιατρός Βένης: ένα κεντρικό πρόσωπο του μυθιστορήματος * Άννα: η κόρη του γιατρού * έλεος: το έλεος, η ανθρωπιά * ότι: μόλις * τσιφλίκι: αγρόκτημα πολύ μεγάλης έκτασης το οποίο καλλιεργούσαν εργάτες γης * ρουμάνι: δασώδης περιοχή
Πλησιάζανε οι Φωκιανοί* λαχανιασμένοι, στο απάνω χωριό, που είχαν οι άλλοι πρόσφυγες, οι Ανατολίτες, όταν σταματήσανε μονομιάς.
Ένας, μονάχος, ολομόναχος (επανάληψη) άνθρωπος πρόβαλε στο μονοπάτι. Είχε σκεπασμένο με τσουβάλια το κορμί του, το πρόσωπό του ήταν κίτρινο, ήταν ολομόναχος κι από πίσω του τρέχανε σκυλιά και τον γάβγιζαν, κι από πίσω του ήταν οι λόφοι.
Πλησιάζοντας προς το χωριό η εξωτερική εικόνα του Αντρέα είναι αποκαρδιωτική: είναι ντυμένος με τσουβάλια και το πρόσωπό του είναι κιτρινισμένο από τις κακουχίες. Η εικόνα αυτή του εξουθενωμένου από τον πόλεμο ανθρώπου είναι σύστοιχη και με την ψυχική του κατάσταση.
Σκιά θανάτου (μεταφορά) σκέπασε μονομιάς το κοπάδι (μεταφορά) των Φωκιανών, ώσπου μια φωνή είπε με δέος:
— Αυτό είναι!
Κι ολοένα «αυτό» ερχόταν, μαζί με τα σκυλιά και με τους λόφους. Ύστερα ακούστηκε ένα μούρμουρο κι ύστερα ακούστηκε η φωνή του ξένου:
— Η μητέρα μου είναι εδώ;...
Τότε, αναγνωρίζοντας τη φωνή του, όλο το κοπάδι έπεσε πάνω του, φωνάζοντας:
Το γεγονός ότι κανείς από τους συγχωριανούς του δεν κατάφερε να τον αναγνωρίσει από την εμφάνιση τονίζει την άθλια κατάσταση στην οποία είχε βρεθεί.
— Είναι ο Αντρέας! Είναι ο Αντρέας της κυρά Σοφούλας!
Κι ύστερα άρχισαν να τον πνίγουν στα ρωτήματα (μεταφορά):
-- Μην είδες τον τάδε; Μην είδες τον τάδε; (επανάληψη)
Κάθε ένας από τους χωριανούς νιώθει αγωνία για τους δικούς του συγγενείς που αιχμαλωτίστηκαν από τους Τούρκους μετά τη μικρασιατική καταστροφή και ζητά να μάθει πληροφορίες.
Σαν φοβισμένο ζο (παρομοίωση), κάτω απ' το κύμα των ανθρώπων (μεταφορά), μουρμούριζε, σαν να ζητούσε έλεος (παρομοίωση):
-- Δεν ξέρω τίποτα... Δεν ξέρω τίποτα... (επανάληψη)
Ο Αντρέας βρίσκεται σε κακή ψυχολογική κατάσταση, είναι εξαντλημένος, νευρικός και βαθιά ψυχικά τραυματισμένος από τις κακουχίες της αιχμαλωσίας.
Άρχισαν να βαδίζουν προς την Ανάβυσσο, ο αιχμάλωτος όδευε πρώτος και το πλήθος ακολουθούσε. Πλάι του έτρεχε λαχανιασμένος ο γιατρός Βένης.*
— Είναι ακόμα μακριά; ρώτησε ο Αντρέας μια στιγμή το γιατρό, γεμάτος αγωνία! Για όνομα του Θεού! Να φτάξουμε! Να φτάξουμε! (επανάληψη)
— Θα φτάξουμε, παιδί μου, θα φτάξουμε (επανάληψη), έλεγε ο γιατρός. Να τα καλύβια μας, φαίνουνται. Μπορείς να λες στους ανθρώπους ένα «ναι» ή ένα «όχι», αν είδες κανένα δικό τους...
Ένα «ναι» ή ένα «όχι» - πόσο απλά, λοιπόν, είναι όλα εδώ.
— Η Άννα* ζει; ρώτησε μια στιγμή, μες στην αγωνία του, το αγόρι.
— Ναι, ζει. Εδώ είναι. Εδώ είναι κι η μητέρα του Άγγελου. Μαζί με κείνον δεν ήσαστε, όταν σας πιάσανε;
Τότε το παλικάρι έκανε ένα βίαιο κίνημα, σαν να ξυπνούσε από εφιάλτη (παρομοίωση).
Ο Αντρέας δεν μπορεί να ξεχάσει τις εφιαλτικές στιγμές που έζησε ως αιχμάλωτος και τον θάνατο του φίλου του Άγγελου.
— Τι είπες; λέει βάναυσα (μεταφορά) στο γιατρό.
— Είπα για τον ανιψιό μου τον Άγγελο. Θά 'ρθει με τ' άλλο βαπόρι;
Η φωνή που ρωτά είναι ήσυχη, γαλήνια - πώς γίνεται, λοιπόν, να ρωτούνε μ' αυτό τον απλό τρόπο εδώ οι άνθρωποι κι η φωνή τους να είναι τόσο ήσυχη;
Η αντίθεση ανάμεσα στην ταραχή του Αντρέα και την ηρεμία του γιατρού τονίζει το μαγάλο χάσμα που υπάρχει ανάμεσα στους ανθρώπους που άκουγαν για τον πόλεμο και στους ανθρώπους που έζησαν τον πόλεμο. Το χωριό των προσφύγων βέβαια αποτελείται από ανθρώπους που κατόρθωσαν να ξεφύγουν από τον πόλεμο της Μικράς Ασίας και έτσι έζησαν μόνο ένα κομμάτι του. Όσοι όμως αιχμαλωτίστηκαν και οδηγήθηκαν σε τάγματα εργασίας (όπως ο Αντρέας) έζησαν την απόλυτη φρίκη του πολέμου.
— Θά 'ρθει με τ' άλλο βαπόρι; επιμένει η φωνή. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί τη φράση "η φωνή" λες και δεν υπάρχει κάποιος που να μιλάει, αλλά η φωνή να ακούγεται από μόνη της. Με τον τρόπο αυτό δημιουργεί μια αίσθηση απόκοσμη και καταφέρνει να μας μεταφέρει στον ψυχικό κόσμο του Αντρέα ο οποίος ακροβατεί ανάμεσα στην πραγματικότητα (την επιστροφή του) και την παράνοια που βίωσε ως αιχμάλωτος στα τάγματα εργασίας.
Πάλι.
Η λέξη "πάλι", μόνη της και σε χωριστή πρόταση τονίζει το πόσο βασανιστικό ήταν για τον Αντρέα να τον ρωτούν για τον φίλο του. Ο ίδιος γνωρίζει ότι έχει πεθάνει (μάλιστα έχει ζήσει τον θάνατο του φίλου του), όμως οι άλλοι δεν το ξέρουν.
— Θά 'ρθει λοιπόν; επανάληψη των ερωτήσεων → Θέλει να τονίσει την αγωνία που ένιωθαν οι άνθρωποι για να μάθουν νέα από τους δικούς τους με τους οποίους είχαν αποχωρηστεί.
Κι η σκληρή (μεταφορά) φωνή του αγοριού, σχεδόν άγρια (μεταφορά), αδύνατη πια να κρατηθεί (προσωποποίηση), τινάζεται σπαράζοντας (προσωποποίηση):
— Ε, όχι! Δε θά 'ρθει! Δε θά 'ρθει! (επανάληψη) Μη με ρωτάτε πια! φώναζε απελπισμένα.
Ο Αντρέας νιώθει απελπισία γιατί τον κατακλύζουν έντονα και αντιφατικά συναισθήματα. Από τη μια βλέπει τους ανθρώπους αυτούς που τον υποδέχονται με χαρά (γιατί τους φέρνει την ελπίδα) και από την άλλη όλοι αυτοί του θυμίζουν τη φρίκη που έζησε μέχρι να κατορθώσει να φύγει για την Ελλάδα.
Κάθισε απότομα καταγής κι έκλεισε (μεταφορά) το πρόσωπό του με τις χούφτες του. Όλοι, τότε, κάνανε ένα βουβό κύκλο (μεταφορά) πάνω από κείνο το φάντασμα (μεταφορά).
— Για ποιον λέει; ρωτούσαν σιγανά.
Μα ο γιατρός τούς παρακάλεσε ν' αραιώσουν τον κύκλο, να πάρει αέρα (μεταφορά) το παιδί. Γονάτισε πλάι του κι έπιασε το μέτωπό του, σαν να ήθελε να δει αν έχει πυρετό.
Ύστερα έσκυψε ακόμα πιο πολύ στ' αυτί του αγοριού, ικετεύοντας:
— Η μητέρα του, να μη μάθει τίποτα, του ψιθύρισε τρέμοντας από ταραχή. Θα πρέπει να περιμένει.
Κι ο Αντρέας χαμήλωσε το κεφάλι, πιο ήσυχος λίγο, στη γη.
— Ναι, δε θα μάθει.
Ο γιατρός γνωρίζει ότι αυτό που κρατάει τη μητέρα του Άγγελου ζωντανή είναι η ελπίδα ότι ο γιός της ζει και κάποια μέρα θα επιστρέψει. Ζητάει από τον Αντρέα να μην αποκαλύψει τον θάνατο του Άγγελου ώστε η μητέρα του να συνεχίσει να ελπίζει, αφού αυτό είναι το μόνο που της έχει απομείνει να κάνει.
-----------Ενότητα 2: Το παραμύθι του Αντρέα--------------
[...] Γύρισε σαν άρρωστος (παρομοίωση), ένα αληθινό πτώμα στο καλύβι τους. Έτσι γίνεται κάθε μέρα. Είναι ένα φοβερό καθήκον που επαναλαμβάνεται, στερεότυπα, κάθε βράδυ, σαν κοντεύει να πέσει η νύχτα. Στην αρχή, τις πρώτες μέρες του γυρισμού του, ήταν τόσο μαρτυρικό, που κοίταζε πώς να το ξεφύγει. Ύστερα σιγά σιγά το συνήθισε, το είδε σαν χρέος. Όλα τα συνηθίζει κανείς. Συνηθίζει να ψάχνει μες στον εαυτό του κι άξαφνα να βλέπει πως είναι τόσο γυμνός και τόσο έρημος, σαν ν' αρχίζει μόλις (παρομοίωση), πρώτος απάνω στη γη, την ιστορία του ανθρώπου, μόλις και μόνος. Συνηθίζει (επανάληψη) να μην πιστεύει σε τίποτα και να μην ονειρεύεται, δηλαδή, να απογυμνώνεται (μεταφορά) από καθετί που μας συμφιλιώνει με τους ανθρώπους και με τη ζωή. Συνηθίζει και να σκοτώνει, τον εαυτό του, άλλους - κι όλα μέσα του να σωπαίνουν (μεταφορά), και ο φόβος και η φαντασία και ο έλεος.* Όλα, λοιπόν, είναι μια απλή υπόθεση βαθμού, ως πού θα πέσεις (μεταφορά). Έτσι συνηθίζεις κι αυτό, να κάθεσαι να λες κάθε μέρα ιστορίες σε μια μητέρα για ένα παιδί που δεν είναι πια να γυρίσει.
Ο Αντρέας μέσα από τον πόλεμο και την αιχμαλωσία έχει μεταλλάξει τον τρόπο που βιώνει τα πράγματα. Έχει "συνηθίσει" κάθε είδους ψυχικό και σωματικό πόνο. Βιώνει αυτό που στην ψυχολογία ονομάζεται "μόνωση": άτομα που έχουν βιώσει έντονα τραυματικά γεγονότα μερικές φορές παύουν να έχουν επαφή με το συναίσθημα που συνοδεύει τα γεγονότα αυτά, έτσι γίνονται πιο εύκολα διαχειρίσιμα. Εδώ ο Αντρέας θα πρέπει να διαχειριστεί όχι μόνο το φορτίο του δικού του πόνου αλλά και το χρέος που έχει απέναντι στους συχωριανούς του να τους καθησυχάσει και να τους "παραμυθιάσει" ώστε να μην θλίβονται για όσους από τους δικούς τους είναι ακόμη αιχμάλωτοι στην Τουρκία.
Με την παράγραφο αυτή και την εκτεταμένη παρουσίαση της ψυχικής κατάστασης του Αντρέα ο συγγραφέας θέλει να τονίσει την αλλοτριωτική επίδραση του πολέμου στις ψυχές των ανθρώπων που τον έζησαν και να δώσει ένα μήνυμα αντιπολεμικό. Εξάλλου και ο ίδιος είχε πιαστεί αιχμάλωτος στον ίδιο πόλεμο και είχε οδηγηθεί σε τάγμα εργασίας από όπου και τελικά δραπέτευσε. Στο πρόσωπο του Αντρέα επομένως ο συγγραφέας προβάλλει τον ίδιο του τον εαυτό και τα ψυχικά αποτυπώματα που άφησε μέσα του η βαρβαρότητα της αλληλοσφαγής.
«Η μητέρα του να μη μάθει τίποτα», του είχε ξαναπεί ικετευτικά ο γερο-Βένης. «Μπορεί να περιμένει όλα τα χρόνια που της μένουν ακόμα και να μη λυγίσει. Αλλά να μην έχει να περιμένει - αυτό δεν το μπορεί».
Και για να μη μάθει κείνη η μητέρα τίποτα, ο Αντρέας κάθισε και της είπε μια ιστορία. Ήταν ένα παραμύθι όλο χρώμα (μεταφορά) και συγκίνηση, γεμάτο από καλοσύνη για δυο παιδιά που βρεθήκανε μες στο μπουρίνι του πολέμου (μεταφορά), γεμάτο από ιερή ευγνωμοσύνη κι από θερμά δάκρυα.
— Ο Άγγελος θά 'ρθει με την άλλη αποστολή, ή με την άλλη, την άλλη. Θά 'ρθει - ήταν ο πρώτος λόγος που είπε στη μητέρα του φίλου του.
Κι ύστερα σαν ξεμοναχιαστήκανε, το ίδιο βράδυ, στο δωμάτιό της, η θεία Μαρία τον έβαλε και της είπε απ' την αρχή όλα, ένα ένα, πώς πέρασαν στην αιχμαλωσία, όλες οι μέρες τους, δεκατέσσερις μήνες.
Ήταν κι η δική του η μητέρα πλάι του, η θεία Σοφία. Ν' ακούσει και κείνη το παραμύθι και τίποτα άλλο να μη μάθει ποτέ (υπερβολή). Αυτοσχεδίαζε τα γεγονότα, οι σκληρές γραμμές σβήνανε μες στο παραμύθι, έτσι όπως γίνεται στα παραμύθια με τους δράκους και με τα θεριά που τα λες μια νύχτα σ' ένα παιδί, να το αποκοιμίσεις. Η νύχτα είναι ήσυχη, πλάι εκεί κάθεται ένας μικρός άγγελος και χύνει (μεταφορά) το φως του προσώπου του απάνω στα μάτια του παιδιού, περιμένοντας νά 'ρθει η ώρα και να τα σφαλίσει (μεταφορά). Όλα είναι ήμερα, οι δράκοι και τα θεριά σιγά σιγά σβήνουν (μεταφορά) μες σε τούτο το θερμό φως, μπερδεύονται, παίρνουν σχήματα απροσδιόριστα, το παιδάκι χαμογελά και τα μάτια αργά αργά βασιλεύουνε (μεταφορά). Το παιδάκι αποκοιμήθηκε. Η ειρήνη να είναι μαζί του. Μια μητέρα πρέπει ν' αποκοιμηθεί. Ο Θεός να είναι μαζί της.
Στην εικόνα αυτή το παραμύθι που λέει κάποιος σε ένα παιδί για να το αποκοιμήσει και να κοιμηθεί ήρεμο παρομοιάζεται με την παραλλαγμένη ιστορία που είπε ο Αντρέας στη μητέρα του Άγγελου. Όπως τα παιδιά ηρεμούν και αποκοιμιούνται με τα παραμύθια, έτσι και η μητέρα του Άγγελου πίστεψε ότι το παιδί της θα έρθει.
Έλεγε, λοιπόν, το παραμύθι που είπε ο Αντρέας στη θεία Μαρία:
«Στο δρόμο που πηγαίνανε, λέει, στη μεγάλη πορεία για το εσωτερικό της Ανατολής, περπατούσανε όλο μέσα σε μεγάλα δάση, ανάμεσα σε καταρράχτες και σε σκιερά φαράγγια. Επειδή δεν είχανε δάση στα μέρη τους, εξόν απ' τα δάση των ελιών, ήτανε πλημμυρισμένοι (μεταφορά) από έναν αλλόκοτο φόβο, μια παράξενη γοητεία. Παράξενα πουλιά πετούσαν αποδώ και αποκεί, αλλόκοτα χρώματα και το βράδυ σαν έπεφτε ο ήλιος, οι σκιές μεγάλωναν και χάνονταν σ' ένα βάθος, όπου σταματούσε η ματιά του ανθρώπου. Στρατοπεδεύανε όπου τους έβρισκε η νύχτα, μες στα δάση και μες στα σκιερά φαράγγια. Σαν έβγαιναν τα πρώτα άστρα πάνω στον ουρανό, το δάσος άρχιζε να ταράζεται απ' τις άγριες φωνές των θεριών που ξεμπουκέρνανε απ' τις φωλιές τους, να βρουν τη λεία τους. Οι αιχμάλωτοι δε φοβούντανε τότε, γιατί ανάβανε μεγάλες φωτιές που τους προστατεύανε. Οι φλόγες πετούσαν αψηλά και τα κλωνιά των αιωνόβιων δέντρων γέρναν από πάνω τους, σαν μια επίκληση (μεταφορά) στην ιερή φλόγα, να τα πάρει και να ησυχάσουνε, γιατί πολύ έζησαν και πολύ επερίμεναν. Τα θεριά, τότε, δεν κοντεύανε, μονάχα τις φωνές τους ακούγανε. Ώσπου κι αυτές, όσο η νύχτα προχωρούσε, σιγά σιγά αδυνάτιζαν. Αδυνάτιζαν ώσπου γίνονταν ένα σιγανό βογκητό, σιγανό και σχεδόν ανθρώπινο (παρομοίωση), που δενόταν (μεταφορά) πάνω στα φύλλα και στους σκληρούς κορμούς, πάνω στον αγέρα και στους ανθρώπους για να τους αποκοιμίσει (προσωποποίηση).
Έτσι γινόταν τις νύχτες. Τις μέρες, στην πορεία, τους σταματούσαν σε καθαρά τρεχάμενα νερά και πίνανε, σε στάνες και σε καλύβες.
Οι χωριάτες τούς φιλεύανε ψωμί σταρένιο και γάλα, ύστερα βγαίναν στις πόρτες, και τους ευχόντανε ο Θεός να είναι μαζί τους, στο δρόμο τους. Αυτοί οι χωριάτες δεν ξέρανε αν ήταν πόλεμος ή αν τελείωσε, δεν ξέρανε τίποτα. Ξέραν μονάχα πως άνθρωποι τους ζητούσαν ψωμί και το δίνανε με την απλότητα που έχουν όλες οι μεγάλες πράξεις.
Μια βραδιά νυχτωθήκαν σ' ένα χωριό, σκαρφαλωμένο (μεταφορά) σ' ένα βουνό γεμάτο πεύκα. Αποκεί, στο μεγάλο εκείνο ύψος, ήταν η τελευταία φορά που είδανε τη θάλασσα.
Έπεφτε (μεταφορά) ο ήλιος όταν κάποιος γύρισε πίσω και την είδε. Ήταν ένα μακρινό γαλανό στρώμα, μια λουρίδα που μόλις ξεχώριζε μέσα απ' τ' άνοιγμα του βουνού.
"Παιδιά", είπε τότε ο σύντροφός τους. "Η θάλασσα".
Όλοι, τότε, γύρισαν προς τη φευγαλέα γραμμή, που σε λίγο θα χανότανε για πάντα απ' τα μάτια τους. Την κοιτάζανε. Είχε αγέρα και κει κάτω θα ήταν ταραγμένη η θάλασσα και τα κύματα θ' ανεβοκατέβαιναν, το ένα πίσω απ' τ' άλλο. Τα υποπτευόντανε. Μα στα μάτια τους, που μέναν στυλωμένα εκεί, δεν έφτανε μήτε η ελάχιστη κίνηση. Τίποτα. Το πέλαγο έμενε έτσι ακίνητο, με τις μεγάλες ραβδωτές γραμμές που θα ήταν τα κύματα, έτσι ακίνητα γιατί βαρέθηκαν (προσωποποίηση).
Η εικόνα μας παραπέμπει στην "κάθοδο των μυρίων" που περιγράφει ο Ξενοφώντας. Εκεί οι ταλαιπωρημένοι από τις κακουχίες στρατιώτες, όταν είδαν τη θάλασσα στα βόρεια της Μικράς Ασίας, φώναξαν με ενθουσιασμό "Θάλαττα! Θάλαττα!" γιατί η άφιξή τους σε παραθαλάσσια περιοχή σήμαινε το τέλος των βασάνων τους. Εδώ η θέα της θάλασσας λειτουργεί αντίστροφα. Με την απομάκρυνσή τους από τα παράλια οι αιχμάλωτοι ήξεραν ότι απομακρύνονται από κάθε ελπίδα να διαφύγουν στην Ελλάδα και να γλιτώσουν. Εδώ βέβαια παρουσιάζεται ως "η μοναδική τους πίκρα" στο πλαίσιο του εξωραϊσμού των γεγονότων.
Αυτό στάθηκε η μοναδική τους πίκρα, ύστερα από τόσες μέρες πορεία. Μα σαν μπήκανε στο χωριό του δάσους οι γυναίκες τρέξανε να τους φιλέψουν. Τους βάλαν σε μια μεγάλη καλύβα, τους φέρανε ζεστό σπιτίσιο τραχανά και φάγανε, τους φέραν και δαδιά και τ' ανάψανε, γιατί η νύχτα ήταν κρύα. Με τον Άγγελο, πλαγιάζαν, ο Αντρέας, πάντα μαζί μαζί αγκαλιασμένοι, έναν ύπνο μακάριο και ατάραχο.
— Μα κείνοι οι άνθρωποι δεν ξέρουν, λοιπόν, τίποτα απ' τον πόλεμο; ρωτούσε η θεία Μαρία συγκινημένη.
— Α, όχι, δεν ξέραν τίποτα εκεί πάνω, της έλεγε ο Αντρέας. Δεν ξέραν τίποτα, σαν να τους είχαν ξεχάσει μες στην ερημιά τους οι άλλοι άνθρωποι. Σαν να τους είχε ξεχάσει κι ο ίδιος ο Θεός τους. Έμειναν απλοί και καλοί. Ζούσαν με τα πρόβατά τους και με τα γεννήματα που τους έδινε η καλή γη, που τη βρέχαν με τον ίδρωτα τους. Κι έτσι που ξεπέφτανε, άξαφνα, τούτοι οι δυστυχισμένοι μες στην ειρήνη τους, ήτανε σαν πλάσματα (παρομοίωση) που τα έστελνε ο προφήτης για να δοκιμάσει αν η καρδιά τους έμεινε πάντα καθαρή κι αλέκιαστη».
Οι δυο μητέρες, του Αντρέα και του Άγγελου, κάθουνταν εκεί και κλαίγανε, όσο ξετυλιγότανε (μεταφορά) το παραμύθι. Ήταν δάκρυα που χύνονταν από ευγνωμοσύνη προς τον άνθρωπο, γιατί έμεινε καλός.
— «Όταν τελείωσε η πορεία, πιάσαμε (μεταφορά) δουλειά στα τρένα, συνέχισε. Αδειάζαμε βαγόνια φορτωμένα με γεννήματα. Μια εύκολη δουλειά. Ύστερα μας πήγαν σ' ένα χωριό. Ήταν χειμώνας πια κι είχε πέσει το πρώτο χιόνι. Σε κείνο το χωριό, μια μέρα, μέσα στο θολάμι που σταλιάζαμε, ήρθε και μας βρήκε ο Κιαμήλ μπέης, ένας γιατρός. Μας τράβηξε αποκεί μέσα και μας έδωσε ζεστά ρούχα. Μας ρώτησε τι κάναμε στην πατρίδα μας και του είπαμε πως πηγαίναμε ακόμα στο Γυμνάσιο. Ήταν και κείνος νέο παιδί, ότι* είχε τελειώσει τις σπουδές του κι ήμαστε οι τρεις σαν αδέρφια (παρομοίωση).
Ύστερα φύγαμε πάλι αποκεί και πιάσαμε δουλειά σ' ένα τσιφλίκι.* Ήταν ήμερα εκεί, σαν να μην ήταν πόλεμος (παρομοίωση). Μπορούσαμε να κάνουμε την προσευχή μας αν θέλαμε, μπορούσαμε να τραγουδούμε, κανένας δε μας εμπόδιζε. Όταν ερχόνταν οι αφέντες να κυνηγήσουν αγριογούρουνα, μας παίρναν και μας μαζί τους μες στο ρουμάνι.* Εκεί, σε κείνη την ήσυχη γωνιά, μας βρήκε η ειρήνη (προσωποποίηση). Εμένα με πήρε η πρώτη αποστολή για την Ελλάδα. Ο Άγγελος θα ερχόταν με την άλλη, ή με την άλλη».
Η αφήγηση του Αντρέα γίνεται σε γ' ενικό. Όμως προς το τέλος αλλάζει σε α' πληθυντικό για να δώσει στο κείμενο ζωντάνια και αμεσότητα.
Σαν αποχαιρετιστήκανε, λέει, με τον Άγγελο, ο τελευταίος λόγος εκεινού ήταν νά 'ρθει στη μητέρα του και να της φέρει χαιρετίσματα. Πήγανε, λέει, μαζί με τον Άγγελο πάνω απ' τον τάφο ενός συντρόφου τους, που είχε πεθάνει ήσυχα μια απ' τις τελευταίες μέρες του καλοκαιριού. Δεν είχε τίποτα, μονάχα μια ανεξήγητη μελαγχολία, που εκείνοι δεν την καταλαβαίνανε. Τον είχανε θάψει εκεί κοντά, σ' ένα ρέμα, κάτω από μια λεύκα. Οι ροδοδάφνες γέρναν τα κλώνια τους πλάι και σαν έπαιρνε να βραδιάσει του κάναν σκιά. Εκεί που πήγε ο Αντρέας ν' αποχαιρετίσει, για τελευταία φορά, τον πεθαμένο φίλο τους, εκεί, πάνω απ' τον τάφο του, αποχαιρετιστήκανε και με τον Άγγελο. «Να πας στη μητέρα μου χαιρετίσματα και να της πεις πως είμαι καλά και δε θ' αργήσω».
-----------Ενότητα 3: Η αντίδραση των μανάδων--------------
Έτσι τελείωσε το παραμύθι. Ο Αντρέας φοβόταν πως δε θα τον πιστεύανε οι δυο μητέρες. Οι εφημερίδες ήταν γεμάτες από φοβερές αφηγήσεις. Στόμα με στόμα το έπος της Ανατολής προσπαθούσε να σχηματισθεί (προσωποποίηση), μέσα στη φαντασία των ανθρώπων, που δεν το έζησαν.
Γι' αυτό ο Αντρέας φοβόταν πως η θεία Μαρία δε θα τον πίστευε. Μα φαίνεται ήταν ζεστή (μεταφορά) η φωνή του. Κι έπειτα πάσχει κανείς μονάχα για να ελπίζει. Είναι, ίσως, αυτό, η πιο καθαρή συνείδηση του μέλλοντος.
— Πόσο διαφορετικά τα φανταζόμαστε τα πράματα εμείς εδώ, του είπε μονάχα η μητέρα του φίλου του. Γιατί έλεγε ο κόσμος.
— Ο κόσμος έχει φαντασία, της αποκρίθηκε. Το κακό είναι πως δεν μπορούσαμε να σας γράψουμε. Αλλιώς θα ξέρατε.
— Ναι, είπε εκείνη. Η σιωπή ήταν φοβερή.
Με τη φράση "η σιωπή ήταν φοβερή" ο συγγραφέας τονίζει την προσπάθεια και των δύο πλευρών (του Αντρέα και των μητέρων) να μην έρθουν αντιμέτωποι με την αλήθεια. Ενώ κατά βάθος η κυρία Μαρία ξέρει ότι τα πράγματα δεν είναι δυνατόν να είναι τόσο ειδυλλιακά όσο τα περιγράφει ο Αντρέας, προτιμά να σωπάσει και να πιστέψει συνειδητά το "παραμύθι" του γιατί ξέρει και η ίδια ότι δεν θα μπορέσει να αντέξει την αλήθεια.
* Φωκιανοί: πρόσφυγες από το χωριό Φωκές της Μικράς Ασίας. Έχτισαν στην Ανάβυσσο το σημερινό συνοικισμό Νέα Φώκαια *γιατρός Βένης: ένα κεντρικό πρόσωπο του μυθιστορήματος * Άννα: η κόρη του γιατρού * έλεος: το έλεος, η ανθρωπιά * ότι: μόλις * τσιφλίκι: αγρόκτημα πολύ μεγάλης έκτασης το οποίο καλλιεργούσαν εργάτες γης * ρουμάνι: δασώδης περιοχή
Γενικά στοιχεία
- Θέμα: Η επιστροφή του Αντρέα από την Τουρκία και η υποδοχή του από τους συχωριανούς του.
- Είδος: Διήγημα
- Ήρωες: Αντρέας, Άγγελος, κυρά-Σοφούλα, γέρο-Βένης, θεία Μαρία.
- Τόπος: Ανάβυσσος Αττικής, Μικρά Ασία.
- Χρόνος: 1923
Αφηγηματικά στοιχεία
- Αφηγητής: Ετεροδιηγητικός
- Αφήγηση: σε γ' ενικό πρόσωπο.
- Χρόνος: Γραμμική αφήγηση με μια αναδρομική αφήγηση (το παραμύθι του Αντρέα).
- Αφηγηματικές τεχνικές: Περιγραφή, διήγηση, διάλογος.
Στόχος του συγγραφέα
- Η περιγραφή των δεινών του ελληνοτουρκικού πολέμου της Μικράς Ασίας.
Γλώσσα
- Πλούσια δημοτική.
- Πολλά σχήματα λόγου → Δίνουν στο κείμενο ζωντάνια, αμεσότητα, παραστατικότητα.
- Χρησιμοποιούνται ιδιωματισμοί από τη Μικρά Ασία κυρίως στους διαλόγους.
Ύφος
- Παραστατικό, γλαφυρό
Απαντήσεις στις ερωτήσεις του σχολικού βιβλίου (σελ. 138)
1. Στο πρώτο μέρος του αποσπάσματος εμφανίζεται, ύστερα από πολύμηνη αιχμαλωσία, ένας νέος από το χωριό των Φωκιανών προσφύγων. Βρείτε τα στοιχεία που αποδίδουν την εξωτερική του εμφάνιση και συνδυάστε τα με εκείνα που αναφέρονται στην ψυχολογική του κατάσταση.
Πλησιάζοντας προς το χωριό η εξωτερική εικόνα του Αντρέα είναι αποκαρδιωτική: είναι ντυμένος με τσουβάλια και το πρόσωπό του είναι κιτρινισμένο από τις κακουχίες. Η εικόνα αυτή του εξουθενωμένου από τον πόλεμο ανθρώπου είναι σύστοιχη και με την ψυχική του κατάσταση. Ο ήρωας βρίσκεται σε κακή ψυχολογική κατάσταση, είναι εξαντλημένος, νευρικός και βαθιά ψυχικά τραυματισμένος από τις κακουχίες της αιχμαλωσίας. Δεν μπορεί να ξεχάσει τις εφιαλτικές στιγμές που έζησε ως αιχμάλωτος και τον θάνατο του φίλου του Άγγελου ("Τότε το παλικάρι έκανε ένα βίαιο κίνημα, σαν να ξυπνούσε από εφιάλτη"). Ο Αντρέας νιώθει απελπισία γιατί τον κατακλύζουν έντονα και αντιφατικά συναισθήματα. Από τη μια βλέπει τους ανθρώπους αυτούς που τον υποδέχονται με χαρά (γιατί τους φέρνει την ελπίδα) και από την άλλη όλοι αυτοί του θυμίζουν τη φρίκη που έζησε μέχρι να κατορθώσει να φύγει για την Ελλάδα ("Ε, όχι! Δε θά 'ρθει! Δε θά 'ρθει! Μη με ρωτάτε πια! φώναζε απελπισμένα"). Μέσα από τον πόλεμο και την αιχμαλωσία έχει μεταλλάξει τον τρόπο που βιώνει τα πράγματα. Έχει "συνηθίσει" κάθε είδους ψυχικό και σωματικό πόνο. Βιώνει αυτό που στην ψυχολογία ονομάζεται "μόνωση": άτομα που έχουν βιώσει έντονα τραυματικά γεγονότα μερικές φορές παύουν να έχουν επαφή με το συναίσθημα που συνοδεύει τα γεγονότα αυτά, έτσι γίνονται πιο εύκολα διαχειρίσιμα. Εδώ ο Αντρέας θα πρέπει να διαχειριστεί όχι μόνο το φορτίο του δικού του πόνου αλλά και το χρέος που έχει απέναντι στους συχωριανούς του να τους καθησυχάσει και να τους "παραμυθιάσει" ώστε να μην θλίβονται για όσους από τους δικούς τους είναι ακόμη αιχμάλωτοι στην Τουρκία. ("Όλα τα συνηθίζει κανείς...που δεν είναι πια να γυρίσει").
2. Γιατί ο αφηγητής ονομάζει «παραμύθι» την ιστορία που διηγείται ο Αντρέας στη θεία Μαρία; Πώς αιτιολογεί αυτόν το χαρακτηρισμό;
Ο ποιητής παρουσιάζει τον Αντρέα να διηγείται τις περιπέτειές του στη μητέρα του και τη μητέρα του Άγγελου μεταλλαγμένες ώστε να τις καθησυχάσει και να ενισχύσει τις ελπίδες τους. Στην εικόνα που συνθέτει ο ήρωας ο πόλεμος χάνει τη σκοτεινιά και την τραγικότητά του. Έτσι το παραμύθι που λέει κάποιος σε ένα παιδί για να το αποκοιμίσει και να κοιμηθεί ήρεμο παρομοιάζεται με την παραλλαγμένη ιστορία του Αντρέα. Όπως τα παιδιά ηρεμούν και αποκοιμιούνται με τα παραμύθια, έτσι και η μητέρα του Άγγελου πίστεψε ότι το παιδί της θα έρθει μέσα από αυτό το παραμύθι. Μέσα από την επανάληψη της λέξεις "λέει", ο συγγραφέας μας θυμίζει κάθε τόσο ότι η αφήγηση αυτή είναι ψεύτικη, τονίζοντας ακόμη περισσότερο την τραγικότητα του ήρωα αλλά και των γεγονότων.
3. «Μα κείνοι οι άνθρωποι δεν ξέραν, λοιπόν, τίποτα απ' τον πόλεμο;»: Γιατί η θεία Μαρία κάνει αυτή την ερώτηση; Ποια είναι η συμπεριφορά αυτών των ανθρώπων; Βρείτε και σχολιάστε τις φράσεις που αναφέρονται στο συγκεκριμένο θέμα.
Στο παραμύθι του Αντρέα οι άνθρωποι παρουσιάζονται σαν να μην ξέρουν τίποτα για τον πόλεμο. Είναι άνθρωποι που έχουν ζήσει σε ορεινά χωριά και έτσι υποτίθεται ότι δεν έχουν έρθει σε επαφή με την τραγική σφαγή που συνέβη κυρίως στις παραλιακές πόλεις της Μικράς Ασίας. Οι άνθρωποι αυτοί όχι απλώς δεν έχουν ζήσει τον πόλεμο, αλλά παρουσιάζονται και έμεναν τρόπο εξιδανικευμένο σαν να μην ξέρουν τι είναι ο πόλεμος και να έχουν ζήσει μόνο την καλοσύνη και την φιλευσπλαχνία. Η θεία Μαρία ακούγοντας την ιστορία αυτή δεν μπορεί να πιστέψει ότι υπάρχουν άνθρωποι που δεν τους άγγιξε ούτε λίγο η φρίκη του πολέμου και ζουν ειρηνικά και γαλήνια μακριά από όλα. Η εικόνα αυτή της αγγελικής κοινωνίας προβάλλεται από τον συγγραφέα για να δημιουργήσει μια αντίθεση ανάμεσα στο πώς ο άνθρωπος θα μπορούσε να ζει (ειρηνικά) και πως πραγματικά ζει. Δημιουργεί έτσι ένα έντονο αντιπολεμικό μήνυμα. Συνθέτει όμως και μια εικόνα ελπίδας: υπάρχουν ακόμη στον κόσμο άνθρωποι που δεν έχουν μολυνθεί από τη φρίκη του πολέμου, που ζουν ειρηνικά και αγαπημένα.
Πλησιάζοντας προς το χωριό η εξωτερική εικόνα του Αντρέα είναι αποκαρδιωτική: είναι ντυμένος με τσουβάλια και το πρόσωπό του είναι κιτρινισμένο από τις κακουχίες. Η εικόνα αυτή του εξουθενωμένου από τον πόλεμο ανθρώπου είναι σύστοιχη και με την ψυχική του κατάσταση. Ο ήρωας βρίσκεται σε κακή ψυχολογική κατάσταση, είναι εξαντλημένος, νευρικός και βαθιά ψυχικά τραυματισμένος από τις κακουχίες της αιχμαλωσίας. Δεν μπορεί να ξεχάσει τις εφιαλτικές στιγμές που έζησε ως αιχμάλωτος και τον θάνατο του φίλου του Άγγελου ("Τότε το παλικάρι έκανε ένα βίαιο κίνημα, σαν να ξυπνούσε από εφιάλτη"). Ο Αντρέας νιώθει απελπισία γιατί τον κατακλύζουν έντονα και αντιφατικά συναισθήματα. Από τη μια βλέπει τους ανθρώπους αυτούς που τον υποδέχονται με χαρά (γιατί τους φέρνει την ελπίδα) και από την άλλη όλοι αυτοί του θυμίζουν τη φρίκη που έζησε μέχρι να κατορθώσει να φύγει για την Ελλάδα ("Ε, όχι! Δε θά 'ρθει! Δε θά 'ρθει! Μη με ρωτάτε πια! φώναζε απελπισμένα"). Μέσα από τον πόλεμο και την αιχμαλωσία έχει μεταλλάξει τον τρόπο που βιώνει τα πράγματα. Έχει "συνηθίσει" κάθε είδους ψυχικό και σωματικό πόνο. Βιώνει αυτό που στην ψυχολογία ονομάζεται "μόνωση": άτομα που έχουν βιώσει έντονα τραυματικά γεγονότα μερικές φορές παύουν να έχουν επαφή με το συναίσθημα που συνοδεύει τα γεγονότα αυτά, έτσι γίνονται πιο εύκολα διαχειρίσιμα. Εδώ ο Αντρέας θα πρέπει να διαχειριστεί όχι μόνο το φορτίο του δικού του πόνου αλλά και το χρέος που έχει απέναντι στους συχωριανούς του να τους καθησυχάσει και να τους "παραμυθιάσει" ώστε να μην θλίβονται για όσους από τους δικούς τους είναι ακόμη αιχμάλωτοι στην Τουρκία. ("Όλα τα συνηθίζει κανείς...που δεν είναι πια να γυρίσει").
2. Γιατί ο αφηγητής ονομάζει «παραμύθι» την ιστορία που διηγείται ο Αντρέας στη θεία Μαρία; Πώς αιτιολογεί αυτόν το χαρακτηρισμό;
Ο ποιητής παρουσιάζει τον Αντρέα να διηγείται τις περιπέτειές του στη μητέρα του και τη μητέρα του Άγγελου μεταλλαγμένες ώστε να τις καθησυχάσει και να ενισχύσει τις ελπίδες τους. Στην εικόνα που συνθέτει ο ήρωας ο πόλεμος χάνει τη σκοτεινιά και την τραγικότητά του. Έτσι το παραμύθι που λέει κάποιος σε ένα παιδί για να το αποκοιμίσει και να κοιμηθεί ήρεμο παρομοιάζεται με την παραλλαγμένη ιστορία του Αντρέα. Όπως τα παιδιά ηρεμούν και αποκοιμιούνται με τα παραμύθια, έτσι και η μητέρα του Άγγελου πίστεψε ότι το παιδί της θα έρθει μέσα από αυτό το παραμύθι. Μέσα από την επανάληψη της λέξεις "λέει", ο συγγραφέας μας θυμίζει κάθε τόσο ότι η αφήγηση αυτή είναι ψεύτικη, τονίζοντας ακόμη περισσότερο την τραγικότητα του ήρωα αλλά και των γεγονότων.
3. «Μα κείνοι οι άνθρωποι δεν ξέραν, λοιπόν, τίποτα απ' τον πόλεμο;»: Γιατί η θεία Μαρία κάνει αυτή την ερώτηση; Ποια είναι η συμπεριφορά αυτών των ανθρώπων; Βρείτε και σχολιάστε τις φράσεις που αναφέρονται στο συγκεκριμένο θέμα.
Στο παραμύθι του Αντρέα οι άνθρωποι παρουσιάζονται σαν να μην ξέρουν τίποτα για τον πόλεμο. Είναι άνθρωποι που έχουν ζήσει σε ορεινά χωριά και έτσι υποτίθεται ότι δεν έχουν έρθει σε επαφή με την τραγική σφαγή που συνέβη κυρίως στις παραλιακές πόλεις της Μικράς Ασίας. Οι άνθρωποι αυτοί όχι απλώς δεν έχουν ζήσει τον πόλεμο, αλλά παρουσιάζονται και έμεναν τρόπο εξιδανικευμένο σαν να μην ξέρουν τι είναι ο πόλεμος και να έχουν ζήσει μόνο την καλοσύνη και την φιλευσπλαχνία. Η θεία Μαρία ακούγοντας την ιστορία αυτή δεν μπορεί να πιστέψει ότι υπάρχουν άνθρωποι που δεν τους άγγιξε ούτε λίγο η φρίκη του πολέμου και ζουν ειρηνικά και γαλήνια μακριά από όλα. Η εικόνα αυτή της αγγελικής κοινωνίας προβάλλεται από τον συγγραφέα για να δημιουργήσει μια αντίθεση ανάμεσα στο πώς ο άνθρωπος θα μπορούσε να ζει (ειρηνικά) και πως πραγματικά ζει. Δημιουργεί έτσι ένα έντονο αντιπολεμικό μήνυμα. Συνθέτει όμως και μια εικόνα ελπίδας: υπάρχουν ακόμη στον κόσμο άνθρωποι που δεν έχουν μολυνθεί από τη φρίκη του πολέμου, που ζουν ειρηνικά και αγαπημένα.