Να εντοπίσετε τους ετερόπτωτους προσδιορισμούς και να τους χαρακτηρίσετε:
- Ἐξακόσιοι τὸν ἀριθμὸ (αιτιατική της αναφοράς).
- Ἀξιος ἐπαίνου (γενική αντικειμενική).
- Ἡ στρατιὰ τοῦ Ξέρξη (γενική κτητική).
- Σωφρονέστερος τοῦ ἀδερφοῦ (γενική συγκριτική).
- Ὁμοίως ἐκείνῳ (δοτική αντικειμενική).
- Ἡ στρατιὰ τῶν Ἑλλήνων (γενική υποκειμενική).
- Ὠφέλιμος τῇ πατρίδι (δοτική αντικειμενική).
- Πλοῦς δύο ἠμερῶν (γενική της ιδιότητας).
- Ἡ ἀντίδρασις τοῖς ἱππεῦσι (δοτική αντικειμενική) ἦν σφόδρα.
- Πᾶς ὁ χρυσὸς ἀρετῆς (γενική της αξίας) οὐκ ἀντάξιος.
- Οἱ πολῖται ἔχουσι εὔνοια τῇ πόλει (δοτική αντικειμενική).
- Ὁ ἀγὼν ἐστὶ κοινὸς τῆς πόλεως (γενική κτητική).
- Οἱ γενναῖοι τῶν στρατιωτῶν (γενική διαιρετική).
- Ἐπιθυμία βλαβερὰ τῷ σώματι καὶ τῇ ψυχῇ (δοτικές αντικειμενικές).
- Νόμισμα ἀργύρου (γενική της ύλης).
- Ἡ Ἀθηνᾶ τοῦ Φειδίου (γενική του δημιουργού).
- Εἶς τῶν στρατιωτῶν (γενική διαιρετική).
- Ὁ ὑιὸς τοῦ Φιλίπου (γενική της καταγωγής).
- Τὸν δίφρον ἐποίησεν ἰσχυρῶν ξύλων (γενική της ύλης).
- Τυφλὸς τὰ τ’ ὦτα τὸν τὲ νοῦν τὰ τ’ ὅμματα (αιτιατικές της αναφοράς).
- Θουκυδίδης ξυνέγραψε τὸν πόλεμον τῶν πελοπονησίων καὶ τῶν Ἀθηναίων (γενικές υποκειμενικές).
- Οὐδὲν κτῆμα σεμνότερον άρετῆς (γενική συγκριτική) ἐστὶ.
- Ἡ παῦσις τοῦ πολέμου (γενική υποκειμενική) ὠφέλιμος ἦν τοῖς συμμάχοις.
- Εὐδαίμων ἐφαίνετο ὁ ἀνὴρ τοῦ τρόπου καὶ τῶν λόγων (γενικές της αιτίας).
- Αἰσχρὸν έστὶ τοὺς παῖδας μὴ μιμεῖσθαι τοὺς σπουδαίους τῶν γονέων (γενική διαιρετική).
- Οὗτοι ἐμπειροι πολέμου (γενική αντικειμενική) εἰσι.
- Εἰμὶ κριτὴς ἀγώνων (γενική αντικειμενική).
- Οἱ φρόνιμοι τῶν ἀνθρώπων (γενική διαιρετική) εὐδαίμονές εἰσιν.
- Οἱ δ’ ἡμέτεροι πρόγονοι οὐκ ἐφοβήθησαν τὸ πλῆθος τῶν ἐναντίων (γενική υποκειμενική).
- Ἀπόλλων λέγεται ἐκδεῖραι τὸ δέρμα τοῦ Μαρσύου (γενική κτητική) ἐν τῶ ἄντρῳ.
- Ἀτρέως (γενική της καταγωγής) υἱοὶ ἦγον Ἀχαιοὺς ἐπὶ Τροίαν.
- Περὶ τὸν ναὸν ἄλσος ἡμέρων δένδρων (γενική του περιεχομένου) ἐφυτεύθη.
- Ὀκτὼ σταδίων (γενική της ιδιότητας) ἤδη ἐπετέλεστο τεῖχος.
- Ἔφεσος ἀπέχει απὸ Σάρδεων τριῶν ἡμερῶν (γενική της ιδιότητας) ὁδόν.
- Ἅ εἴληφε τῆς πόλεως (γενική κτητική) ἀποδώσει.
- Εἰς τοῦτο τῆς ἡλικίας (γενική της ιδιότητας) ἀφῖκται.
- Ἄγαλμα λίθου (γενική της ύλης) τῷ θεῷ ἐποίησεν.
- Ἔδωκε αὐτῷ νόμισμα χρυσοῦ (γενική της ύλης).
- Δεῖ λόγον δοῦναι καὶ δίκην τῶν πεπραγμένων (γενική αντικειμενική).
- Δέκα μνῶν (γενική της αξίας) χωρίον ἔχει.
- Γονέων ἀμέλειαι τῷ ἀγαθῷ (δοτική αντικειμενική) οὐ προσήκει.
- Οὐδεὶς ἔνοχός ἐστι δειλίας (γενική της αιτίας).
- Γυναῖκα δεῖ κατήκοον εἶναι τοῦ ἀνδρός (γενική αντικειμενική).
- Ὁ κατὰ λόγον ζῶν μέτοχος σοφίας (γενική αντικειμενική) ἐστί.
- Μικρὰ μέτρα σίτου (γενική του περιεχομένου) πολλοῦ ἀργυρίου (γενική της αξίας) ἄξιά ἐστιν.
- Ἄλλο τὸ πράττειν τοῦ λέγειν (έναρθρο απαρέμφατο ως γενική συγκριτική) ἐστί.
- Ἐπύαξα προτέρα Κύρου (γενική συγκριτική) πέντε ἡμέρας ἀφίκετο.
- Ἡ κρίσις τῶν θεῶν (γενική υποκειμενική) σοφὴ ἐστιν.
- Ἡ νίκη τῶν βαρβάρων (γενική υποκειμενική) ἐφόβησεν τοὺς Ἕλληνας.